Dignity Report

Η μέρα πέρασε χωρίς πολλά ιδιαίτερα πράγματα στη δουλειά. 00.36 . Μπήκε επί τέλους σπίτι να ξεκουραστεί. Έβγαλε τα βραχυόλια της και άρχισε να ξεβάφετε. Με το αριστερό της χέρι έπιασε ασυναίσθητα το τηλεκοντρόλ. Είχε ξυπνήσει στις 6.48, πλύθηκε, έψαξε στην ντουλάπα της τι θα βάλει, επέλεξε μετά από 17 λεπτά ψάξιμο ένα κοντό αμάνικο φόρεμα με κίτρινα και πορτοκαλί λουλουδάκια. Βάφτηκε με επιμέλεια, τα πετυχημένα smoky eyes είναι απαραίτητη προϋπόθεση, έβαλε το φόρεμα και τις πλατφόρμες – άμα δεν έχει τακούνια είναι σαν να περπατάς ξυπώλυτη- με την γαλάζια κορδέλα. 7.36 έπρεπε να βρίσκεται στο σταθμό του μετρό για να πάει στην δουλειά της. Το αφεντικό την κοιτούσε με ένα βλέμμα λόγω του οποίου φοβότανε πότε θα της πιάσει τον κώλο ή ακόμα χειρότερα, πότε θα την στρημώξει σε καμιά γωνία. Κάθισε στο τραπεζάκι επί της υποδοχής, και έκανε όλη μέρα παρέα στην γλάστρα. Πάλι καλά που έχει και μια παρέα ήρεμη.

Η μέρα στο γραφείο κύλησε ομαλά, χωρίς εντάσεις χωρίς ενδιαφέρον. Αφότου έπνιξε κάθε έκλαμψη δημιουργικότητας και χαράς χαιρέτησε το αφεντικό, τους συναδέρφους της, και πήγε να πάρει ένα παγωτό από το περίπτερο. Το παγωτό στο περίπτερο ήταν η μοναδική απόλαυση που της επιτρεπόνταν, όμως με μέτρο. Η έλλειψη καλής σιλουέτας για μια γυναίκα αποτελεί μεγαλύτερο ελάττωμα από έλειψη διαγωγής. Χθες η μητέρα της έπρεπε να γίνει μητέρα, δούλα και κυρά. Σήμερα η ίδια πρέπει να γίνει καριερίστρια. Αύριο η κόρη της, αν δυστυχήσει να γεννηθεί ένα τέτοιο πλάσμα ποιος ξέρει τί πρέπει να γίνει... σίγουρα όχι ο εαυτός της. Και σίγουρα ένα αντικείμενο για να στολίζει το χώρο. Αυτά δεν έπιτρέπονται στον κόσμο μας, Τέτοιες σκέψεις δεν την πιάναν σχεδόν ποτέ. Βυθισμένη σ αυτές δάγκωνε ακόμα το ξυλάκι που πλέον δεν είχε παγωτο καθισμένη στην στάση δίπλα στο περίπτερο. Την “ξύπνησε” η γκαρίδα του οδηγού του λεωφορείου «θα ανέβεις κοπέλα μου ή να φύγω?».

Μπήκε, ζήτησε ταπείνά συγγνώμη, γιατί μόνο όταν ζητάμε συγγνώμη είμαστε καλές, σε κάθε άλλη περίπτωση γινόμαστε τέρατα, και κάθισε σε μια θέση. Το λεωφορείο ήταν άδειο. Κάθισε και μισοκοιμώταν για 2-3 στάσεις. Τότε μπήκε μέσα εκείνος. Με την μαύρη καμπαρντίνα του και το επιβλητικό μουστάκι του έμοιαζε κάτι σαν ηγετική μορφή που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει σε τί. Κάθισε δίπλα της. Εκείνη ξύπνησε και μαζεύτηκε. Εκείνος της έκανε νόημα να μην αναστατώνεται. Κάθισε λίγα λεπτά δίπλα της. Μετά το χέρι του πήγε προς το μπούτι της. Εκείνη ένοιωσε απίστευτο σοκ που έδωσε την θέση του σε μια απίστευτη ντροπή... μετά μαζεύτηκε! Σκέφτηκε να φωνάξει αλλά είναι ντροπή για μια γυναίκα να φωνάζει. Έτσι κιαλλιώς όταν κατάφερε να συνέλθει τελείως φαντάστηκε μήπως το φόρεμα της ήταν κάπως κοντό, μήπως φταίει εκείνη? Πάτησε το κουμπί να κατέβει. Κατέβηκε. Προχώρησε χωρίς να κοιτάξει πίσω, με τα πόδια ήθελα γύρω στα 45 λεπτά με το συνηθισμένο της περπάτημα να φτάσει μέχρι σπίτι της από εκείνο το σημείο. Έτρεχε όμως, απ την ταραχή της δεν την ενοχλούσαν ούτε τα τακούνια, το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει σε χρόνο 0 στην μπανιέρα που θα ξεπλύνει την ντροπή της να προκαλέσει κάποιον άγνωστο άνδρα να την χουφτώσει. Μέτα από 15-20 λεπτά τρέξιμο σταμάτησε σε μια γωνία. Λαχάνιαζε. Δεν άντεχε πλέον ήθελε να νοιώθει το πετσί της, δεν άντεχε τους κτύπους της καρδιάς της, έννοιωθε το κεφάλι της να βράζει και να είναι έτοιμο να σπάσει. Αφού χαλάρωσε για άγνωστο χρόνο άκουσε από κάπου να παίζει τζαζ μουσική. Αποφάσισε σε κλάσματα δευτερολέπτου οτι το αλκόολ είναι καλός βοηθός. Μπήκε μέσα. Κάθισε στην μπάρα. Ζήτησε ένα διπλό ουίσκυ και μία τράκα από τον μπάρμαν. Ο μπάρμαν την είπε να πάρει δύο τσιγάρα. Άρχισε να καπνίζει το ένα και είπε μια γουλιά. Όταν τελείωσε το τσιγάρο της ήπιε την επόμενη. Τότε παρατήρησε πώς στο τραπέζι που ήταν πολύ κοντά στην μπάρα ήταν εκείνος. Είχε πιει ήδη δυο ποτά μονορούφι αν κρίνουμε τον τρόπο που έπινε το τρίτο.



Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ήπιε σοβαρό ποτό στην ζωή της. Το μόνο συνετό ήταν κανένα κοκτέιλ στο βαθύ καλοκαίρι. Και πρώτη φορά κάπνισε. Οι βήχες φέρναν ένα αμήχανο γέλιο στον μπάρμαν. Σηκώθηκε. Πλήρωσε το μισοτελειωμένο ποτό της, είπιε μονοκοπανιά κ το υπόλοιπο και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Εκείνος πλήρωσε και την ακολούθησε με έναν αέρα που μόνο οι νικητές των μεγάλων μαχών μπορούν να έχουν. Μόλις έφτασαν κάτω απ' το γεφυράκι που συνέδεε τα δύο μέρη της πόλης που χώριζε το παμβρώμικο ποτάμι, εκεί που χυνώνταν τα βιομηχανικά απόβλητα εκείνος πήγε να την αρπάξει και να την φιλήσει. Εκείνη το έφερε την τσάντα στο κεφάλι.
“τι κάνεις μωρή πουτάνα?”
“σου πε κανείς οτι θέλω να μ ακολουθήσεις? Οτι θέλω να μ αγγίξεις? Ότι θέλω να κάνουμε το οτιδήποτε?”
“εσύ με κάλεσες μέχρι εδώ. Μου κανες νόημα”
“εγώ ήθελα να σου ζητήσω το λόγο γιατί με ακολούθησες. Και γιατί με χούφτωσες. Όχι να με ξαναχουφτώσεις”
“ρε μωρό μου έλα εδώ αφού ξέρεις οτι θα σ αρέσει”
“δεν έχω καμια όρεξη...τί κάνεις εκεί? Σταμάτα να κατεβάζεις το παντελόνι σου”
“μα καλό μου κοίτα τί έχω εδ...αααχ”

αυτή ήταν η απάντηση της. Του ξανακοπάνησε το κεφάλι με την τσάντα. Αυτός την άρπαξε. Πήγε να την στραγγαλίσει. Την έριξε στο έδαφος. Εκείνη χτυπιόταν πολύ ώρα. Για καλή της τύχη είδε μια κωτρώνα. Πίεσε πολύ τον εαυτό της να την φτάσει. Τα κατάφερε. Σε λίγο ο άγνωστος άνδρας κύτωνταν νεκρός. Έκατσε κάποια λεπτά κοιτώντας. Θυμήθηκε οτι είχε το δευτερο τσιγάρο που της είχε δώσει ο μπάρμαν. Το Κάπνισε. Μετά έσυρε το πτώμα μέχρι το ποτάμι , όπου ήταν πολύ σκοτεινά και απόμερα για να τον δεί κάποιος μέχρι το πρωί ενώ τα οξέα απ τα βιομηχανικά απόβλητα. Βγήκε στον κεντρικό, σταμάτησε ένα ταξί που φαινόταν στα 50 μέτρα, αλλά μέχρι την φτάσει ο ταξιτζής γύρισε προς τα πίσω και άρχισε να περπατάει. Πλέον δεν είχε να φοβάται τίποτα πλέον δεν φοβόταν τον εαυτό της.


Η μέρα πέρασε χωρίς πολλά ιδιαίτερα πράγματα στη δουλειά. 00.36 . Μπήκε επί τέλους σπίτι να ξεκουραστεί. Έβγαλε τα βραχυόλια και τα δακτυλίδια της και άρχισε να ξεβάφετε. Με το αριστερό της χέρι έπιασε ασυναίσθητα το τηλεκοντρόλ. Είχε το βλέμμα του σκλάβου που μόλις βγήκε απ τις φυτείες καφέ και ξεφορτονώταν την αλυσίδα του. 00.39. πλάνα με με άνδρα με μουστάκι “αποχώρησε έξαλος από την σύσκεψη των στελεχών της κυβέρνησης και αγνοείται ο γραμματέας του υφυπουργού γεωργικής ανάπτυξης, κύριος Αν...”. Η Λίλη έκλεισε την τηλεόραση. Αυτό το δημοσίευμα ήταν το δικό της. Ήταν η αξιοπρέπεια και η περιφάνεια της. 

ΣΤ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Metamarxism (μέρος 2ο), η Σύνοψη: Οι Αναλλοίωτες και μια μεγάλη προσθήκη

Ο Gregor Markowitz ζει!!!

Metamarxism (μέρος 1ο): ένα ακόμα Λευκό σε Λευκό