Από τον Αριστοτέλη Στον Διαλεχτικό Υλισμό μέρος 1ο (μια διάλεξη που αποκήρυξε αυτός που την έδωσε)

Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, ο τωρινός βουλευτής του Σύριζα , όση εντύπωση και να σας κάνει υπήρξε κάποτε επαναστάτης. Δυστυχώς μετά την ιστορική κρίση της 4της Διεθνούς στα τέλη της δεκαετείας του 1980 υπήρξε ένας από αυτούς που ξεπέσαν και κάνανε δεξιά στροφή στην πολιτική και ιδεαλιστική στροφή στην φιλοσοφία. Ωστόσο παρότι αποκήρυξε το επαναστατικό παρελθόν του, αυτά που είχε γράψει και πει εν ταις ημέραις εκείναις μπορούν ακόμα να μας διδάξουν στα επαναστατικά και φιλοσοφικά μας καθήκοντα. Έτσι αναδημοσιεύουμε σήμερα την διάλεξη που δόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Αυγούστου 1978, λίγες βδομάδες μετά το μεγάλο σεισμό, όπως δημοσιεύτηκε στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση,Νο 12, Δεκέμβρη του 1978. Το θέμα είναι η διαλεκτική στην σκέψη του Αριστοτέλη και τα σκαμπανευάσματα του από τον ιδεαλισμό στον υλισμό και τούμπαλιν

Νέα Πορεία/New Course

Σύντροφοι,
Η αστική τάξη, με μεγάλες τυμπανοκρουσίες και κάθε επισημότητα, γιόρτασε τα
2.300 χρόνια από το θάνατο τουΑριστοτέλη, με το παγκόσμιο συνέδριο που έγινε
υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ, στις 7-14 Αύγουστου, μέσα στησεισμόπληχτη
Θεσσαλονίκη.

Απευθυνόμενος στους 350 έλληνες και ξένους συνέδρους, που  εκπροσωπούσαν διεθνείς οργανισμούς, πανεπιστήμια και φιλοσοφικές εταιρίες, ο καραμανλικός Πρόεδρος της
Δημοκρατίας Τσάτσος, αποκάλυψε τους πραγματικούς σκοπούς αυτού του όψιμου
ενδιαφέροντος της μπουρζουαζίας για τον «επίκαιρο στοχασμό του Αριστοτέλη»:

«...Δεν συναχτήκαμε εδώ ούτε για να επιτελέσουμε μνημόσυνο
του Αριστοτέλη ούτε για να τιμήσουμε τη μνήμη του, αλλά για να
δοθεί μια αφορμή, ένα κίνητρο σε όλους τους σκεπτόμενους
ανθρώπους, να ανασυντάξουν τον εαυτό τους, να βρουν
ερείσματα που χρειάζονται και την οδό ή μάλλον τη μέθοδο που
θα βοηθήσει στην πορεία τους... Τίνος μεγάλου στοχαστή το
έργο διήνυσε ένα τέτοιο κύκλο φωτός, για να κορυφωθεί στο
μεγαλύτερο μελετητή του, τον φιλόσοφο της καθολικής
εκκλησίας, τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη;» (!).

Η αστική τάξη στην άνοδο της, με το στόμα του Λούθηρου, αποκήρυσσε τον Αριστοτέλη ονομάζοντάς τον «καταραμένο, υπερόπτη, κακόπιστο, που με τα σφαλερά και ψεύτικα
λόγια του παρασύρει τους καλύτερους χριστιανούς μέχρι σημείου παραφροσύνης.
Ο Θεός, για τις αμαρτίες μας, μας τιμώρησε μ’αυτόν!». Ο Καρτέσιος καταπολεμά τον
σχολαστικό αριστοτελισμό με τον «Λόγο περί Μεθόδου» και «κατατροπώνει οριστικά
το φάντασμα του Αριστοτέλη», ενώ λίγα χρόνια πριν, το 1619, καίγεται στην πυρά της
Ιερής Εξέτασης ο αριστοτελικός Καίσαρ Βανίνι με την κατηγορία του «αιρετικού».

Η μπουρζουαζία δεν ξαναζωντανεύει το φάντασμα του Αριστοτέλη, επειδή αποφάσισε να εγκαταλείψει την αντιθεωρητική της στάση. Γυρίζει από μια εντελώς αντιδραστική σκοπιά:
40 περίπου ανακοινώσεις, κυρίως από έλληνες και ανατολικούς συνέδρους, αφιερώθηκαν
στις θεωρίες του Αριστοτέλη για το Κράτος, την Ελευθερία, την Ευθύνη, ενώ παραχώθηκε
στο περιθώριο των συζητήσεων η υποστήριξη του Αριστοτέλη στη δουλεία. «Σημαντικότατη»
θεωρήθηκε η ανακοίνωση που έκανε ο καθηγητής Κ. Δεσποτόπουλος, για λογαριασμό του ρεβιζιονιστή Κορνήλιου Καστοριάδη (Καρντάν).

Η έξαρση αυτή για τον «πρακτικό στοχασμό» του Αριστοτέλη, δεν είναι ένα ακόμα κρούσμα προγονοπληξίας της μπουρζουαζίας. Αντανακλά το αδιέξοδο της αστικής φιλοσοφίας του αιώνα
μας, ιδιαίτερα στους κόλπους της αναλυτικής σχολής, που αποκήρυξε τη φιλοσοφία στο όνομα
της «καθαρής επιστήμης», και της νέο- αριστοτελικής σχολής της λεγόμενης φιλοσοφίας της
πράξης.

Η κρίση, η παράλυση του αστικού κράτους, που έπαψε να είναι «μια συνένωση των
πολιτών πάνω από ταξικές διαφορές και συμφέροντα», όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, αναγκάζει
την μπουρζουαζία να γυρίσει στο «χρυσό ποταμό» της αρχαιότητας. Οι καταστραμμένοι από
την κρίση και το σεισμό εργάτες και φτωχοί βιοπαλαιστές κάνουν πολλές «ενέργειες που απομακρύνουν τα πολιτεύματα από το σημείο όπου εξισορροπούνται οι αντίθετες ροπές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται φθορά και μεταβολές των πολιτευμάτων», (Κ.Τσάτσου: Η
Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων).

Η μπουρζουαζία, όπως και η φεουδαρχία, επιστρατεύει ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην Αριστοτελική Φιλοσοφία, για να εξοπλιστεί ιδεολογικά και να αντιμετωπίσει τη «φθορά
και την ανατροπή των πολιτευμάτων της». Γι’ αυτό, η ελληνική μπουρζουαζία έφερε τον
Αριστοτέλη από τα θεολογικά σεμινάρια στα σχολικά θρανία. Έτσι, οι μαθητές της Γ ́
Γυμνασίου θα μπορούν να διαβάζουν στα Ηθικά Νικομάχεια (5, 6), ότι «εάν τα πρόσωπα
δεν είναι ίσα, δεν επιτρέπεται να έχουν ίσα δικαιώματα!».



Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε τον Αριστοτέλη από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά.
Δεν γυρίζουμε για να τον γιορτάσουμε. Γυρίζουμε, γιατί «η θεωρητική σκέψη –όπως
έγραφε ο Έγκελς στο Αντι-Ντίριγκ–είναι έμφυτη ιδιότητα με τη μορφή μόνο της
ικανότητας. Η ικανότητα αυτή πρέπει να εξελιχτεί, να τελειοποιηθεί, και για το σκοπό
αυτό δεν υπάρχει ως σήμερα κανένα άλλο μέσο εκτός από τη μελέτη όλης της
προηγούμενης φιλοσοφίας». Η μελέτη επομένως όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας
έχει σαν αντικειμενικό της σκοπό, όλη αυτή η ενδυνάμει ικανότητα που έχει η ανθρώπινη
σκέψη να ενεργοποιηθεί και να μεταβληθεί σε υλική δύναμη, μέσα από τη συνειδητή
δράση του επαναστατικού κόμματος. «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει
επαναστατικό κίνημα».

Α) Η Ζωή και το Έργο του Αριστοτέλη

Ο «καθολικότερος νους της αρχαιότητας», ο «Μεγαλέξαντροςτης αρχαίας ελληνικής
φιλοσοφίας», όπως τον αποκάλεσε ο Μαρξ, γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής
το 384 π.Χ., σε μια στιγμή κρίσης του δουλοκτητικού συστήματος και πολεμικών
συγκρούσεων, που οδήγησαν στην παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των
πόλεων-κρατών και στην επικράτηση των Μακεδόνων.

Ο πατέρας του, που είταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας, από πολύ νωρίς τον
μύησε στις επιστημονικές αρχές της τέχνης του και γι’ αυτό από την αρχή στράφηκε ο
νους του στην εμπειρική έρευνα, για να ανδρωθεί στη σκιά της Πλατωνικής Ακαδημίας,
ως το θάνατο του δασκάλου του, το 347 π.Χ. Στην Άσσο της Τρωάδας ιδρύει θυγατρική
σχολή της Ακαδημίας, για να προσκληθεί μετά τρία χρόνια από τον Φίλιππο να αναλάβει
τη διαπαιδαγώγηση του Μ. Αλεξάνδρου, ως τη στιγμή που αρχίζει τις κατακτητικές
του εκστρατείες. Δεν δίστασε μάλιστα, στο υπόμνημα του «Αλέξανδρος ή υπέρ αποίκων»,
να τον αποτρέψει από το να μεταχειριστεί σαν ίσους τους έλληνες και τους βαρβάρους,
όπως το σχεδίαζε εκείνος. Το προσωπικό του μίσος για τους Πέρσες ήρθε να συναντήσει
τη μακεδονική πολιτική. Κατόρθωσε να πείσει τον Αλέξανδρο για την ανάγκη μιας
κρατικής μεταρρύθμισης και θεωρούσε την άσκηση της φιλοσοφίας «μη αναγκαία και
εμπόδιο για ένα βασιλιά, αντίθετα πρέπει να ακούει πραγματικούς φιλοσόφους κι
αυτούς να ακολουθεί».

Ο Αριστοτέλης είχε εκπαιδεύσει έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και
πολιτικούς ηγέτες της Ιστορίας, αλλά δεν συμμεριζόταν καθόλου την «έλλειψη μέτρου»
και την «ισονομία» του Αλέξανδρου.

Το 335 γυρίζει στην Αθήνα και ανοίγει τη δική του σχολή, το Λύκειον, την περίφημη
Περιπατητική Σχολή, όπου για δώδεκα χρόνια αφιερώθηκε στη διδασκαλία και τη
συγγραφή. Η συμπάθειά του προς τη μακεδονική κυριαρχία γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί
για ασέβεια, αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Για να αποφύγει την καταδίκη,
καταφεύγει στη Χαλκίδα, όπου πεθαίνει ένα χρόνο μετά (322 π.Χ.).

Τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είχαν συγκεντρωθεί σ’ έναν κανόνα ή CORPUS ARISTOTELICUM από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο τον Α' αιώνα μ.Χ. Καλύπτουν όλα τα
πεδία της γνώσης εκείνης της εποχής: Λογική, Ψυχολογία, Φυσική, Ιστορία, Πολιτική,
Ηθική, Αισθητική, σε μια αδιάσπαστη ενότητα με τη Φιλοσοφία του, που κατόρθωσε
να συνοψίσει όλες τις θεωρητικές καταχτήσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

Β) Η Κριτική Απόρριψη του Πλάτωνα

Ο Γκέτε παρομοίασε το έργο του Αριστοτέλη με μια πυραμίδα και τον ίδιο με έναν
αρχιτέκτονα, που «διαγράφει ένα τεράστιο βασικό κύκλο για το κτίσμα του, πλάθει υλικά
από όλες τις πλευρές, τα ταξινομεί, τα εκθέτει και ανεβαίνει έτσι στο ύψος με
μορφή κανονικής πυραμίδας, όταν ο Πλάτων μ’ έναν οβελίσκο, που μοιάζει με ακιδωτή
φλόγα, ζητάει τον ουρανό».

Ο Αριστοτέλης οικοδόμησε το σύστημά του περνώντας μέσα από μια κριτική απόρριψη,
ένα διαλεχτικό ξεπέρασμα θα λέγαμε, των πλατωνικών ιδεών. Ο Πλάτωνας αντιπροσώπευε
το πέρασμα από τη φυσική φιλοσοφία των Ιώνων, που κυριαρχούνταν από υλοζωϊστικές
αντιλήψεις, σε μια ανθρωποκεντρική αντίληψη για τον κόσμο. Ο άνθρωπος γίνεται το
κέντρο της φιλοσοφίας, είναι «μέτρον πάντων χρημάτων», σύμφωνα με τους σοφιστές.

Ο κεντρικός πυρήνας της πλατωνικής φιλοσοφίας είταν η άποψη, ότι ο αισθητός κόσμος
είναι ουσιαστικά ένας ψεύτικος κόσμος, ένα αντικαθρέφτισμα ενός άλλου κόσμου, του
υπεραισθητού κόσμου των ιδεών. Ανάμεσα σ’ αυτές τις υπεραισθητές ιδέες και σ’ αυτά
που μας δίνουν οι αισθήσεις μας υπάρχει μια απλή ομοιότητα και τίποτε περισσότερο.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι, εάν κάθετι έχει το όμοιό του, τότε θα
πρέπει κι αυτές οι ιδέες να έχουν το όμοιό τους, επομένως ανάμεσα σ’ αυτό το απλό
αντικαθρέφτισμα των ιδεών και των πραγμάτων θα πρέπει να υπάρχει κάτι για το οποίο
ο Πλάτωνας δεν λέει τίποτα.

Η κριτική του Αριστοτέλη στην Πλατωνική θεωρία συνοψίζεται βασικά στα εξής σημεία:
«Αφού ο Πλάτωνας χώρισε τον κόσμο των ιδεών από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων,
τότε οι ιδέες καθόλου δεν μπορούν να δόσουν ύπαρξη στα αισθητά πράγματα. Και παρόλο
που ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι τα πράγματα έχουν ένα μέρος από την ιδέα, δηλαδή
μετέχουν της ιδέας (μέθεξις) –όμως αυτή, όπως και ηΠυθαγόρεια μίμηση, είναι μια απλή
ποιητική μεταφορά».

Η διδασκαλία του Πλάτωνα δεν μπορεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα
στις ιδέες και τα πράγματα και για τον πρόσθετο λόγο: ο Πλάτωνας αρνιέται και δεν
παραδέχεται πως οι ιδέες έχουν την ικανότητα να γίνουν οι άμεσες αίτιες για να υπάρχουν
τα πράγματα. Επομένως, όταν ισχυρίζεται πως η σχέση της ιδέας προς τις άλλες ιδέες είναι
όμοια με τη σχέση του γενικού προς το μερικό κι όταν πιστεύει πως η ιδέα είναι το
ουσιαστικό «Είναι» των αισθητών πραγμάτων, πέφτει σε μια φοβερή αντίφαση. Με το
νόημα αυτό, η κάθε ιδέα είναι ταυτόχρονα και η ουσία –το ουσιαστικό «Είναι»– αφού
με το να αποτελεί ταυτόχρονα το γενικό βρίσκεται και στο λιγότερο γενικό, και δεν είναι
ουσία, δεν είναι ουσιαστικό «Είναι».

Η πλατωνική διδασκαλία, πως οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και δεν έχουν σχέση με τα αισθητά πράγματα, οδηγούσε βέβαια στο παράλογο συμπέρασμα ότι, αφού ανάμεσα στις ιδέες και
τα αισθητά πράγματα υπάρχει ομοιότητα και αφού βέβαια για το κάθετι όμοιο πρέπει να
υπάρχει και η ιδέα του, τότε, εκτός από την «ιδέα» του ανθρώπου και εκτός από τα
πράγματα που ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την ιδέα, πρέπει να υπάρχει ακόμακι η ιδέα αυτού
του όμοιου που βρίσκεται ανάμεσα τους, που με τη σειρά του οδηγεί σε μια άλλη όμοια
ιδέα, ένα αντίτυπο αυτής της ιδέας. Και τελικά φτάναμε σε μια άπειρη κατάσταση όμοιων
ιδεών του ενός πράγματος με το άλλο, πράγμα που αποτελούσε για τον Αριστοτέλη
παραλογισμό. Γιατί οδηγούσε σε μια απομόνωση του ίδιου του κόσμου των ιδεών από
τονκόσμο των πραγμάτων, σ’ έναν τελείως ρευστό κόσμο.



Για τον Πλάτωνα βέβαια, δεν υπήρχε καμιά απολύτως εξέλιξη στον ίδιο τον αισθητό
κόσμο, η εξέλιξη υπήρχε μόνο στον κόσμο των ιδεών. Και αυτό ακριβώς τον εμπόδισε,
όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, να αποκρυπτογραφήσει και να εξηγήσει τα φαινόμενα
που αναφέρονται στη γένεση, τη φθορά και την ίδια την κίνηση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι
λείπει σε μεγάλο βαθμό η κίνηση από το έργο του Πλάτωνα. Περισσότερο βλέπουμε ακίνητες κατηγορίες. Αν εξαιρέσουμε το έργο του «Σοφιστής», όπου υπάρχουν σημαντικά στοιχεία
διαλεχτικής, στα υπόλοιπα υπάρχει αύτη η έλλειψη. Δεν υπάρχει μια οργανική εξέλιξη στο
σύστημα του Πλάτωνα.

Η πλατωνική θεωρία, που φέρνει τις ιδέες κοντά στις υποθέσεις, δίδασκε, πως όλες αυτές
οι υποθέσεις ανάγονται σε μια υποθετική βάση, την ιδέα του αγαθού, που αποτελεί κεντρικό
πυρήνα της φιλοσοφίας του. Από την άποψη αυτή, ο χωρισμός που έκανε δεν του επέτρεπε
να αναγάγει όλες αυτές τις επιμέρους έννοιες σε μια γενική έννοια. Ο Λένιν παρατηρεί
στα Φιλοσοφικά Τετράδια, ότι «η κριτική που κάνει στον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης, δεν αφορά
μόνο την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά αφορά γενικά ολόκληρο το ιδεαλιστικό
σύστημα φιλοσοφίας».

Με την κριτική του στην πλατωνική φιλοσοφία, που αποτελούσε και το αποκορύφωμα του υποκειμενικού ιδεαλισμού, κατόρθωσε να την ξεπεράσει και να φτάσει στον αντικειμενικό
ιδεαλισμό.

Γ) Γνωσιοθεωρία του Αριστοτέλη

Για τον Αριστοτέλη, η γνώση πηγάζει από τις αισθήσεις. Τα αισθήματα προκαλούνται από
την επίδραση του εξωτερικού κόσμου πάνω στα αισθητήρια όργανα. ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
ΚΑΜΙΑ ΓΝΩΣΗ. Με τη θεμελιώδη αυτή θέση, η γνωσιολογία, κατά τον Λένιν, «προσεγγίζει
τον υλισμό» (Φ.Τ.).

Η εμπειρική φιλοσοφία χρησιμοποίησε πολλές φορές αυτή τη θέση του Αριστοτέλη (π.χ. ο
Λοκ: τίποτε δεν είναι στη διάνοια, που δεν είταν πριν στην αίσθηση). Αυτό όμως δεν σημαίνει
καθόλου, ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε υλιστής στην περιοχή της φιλοσοφίας. Γιατί μόλις περάσει
από την αναγνώριση ότι η φύση υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του άνθρωπου, στον
προσδιορισμό των εξελικτικών της νόμων, αναπτύσσει ιδεαλιστικές αντιλήψεις.

Αυτό οφείλεται στην αδυναμία της αριστοτελικής φιλοσοφίας να εννοήσει τις σχέσεις του
μερικού με το καθολικό. Κατά τη γνώμη του, κάθετι που υπάρχει, υπάρχει μόνο σαν κάτι
το ξεχωριστό, σαν κάτι το ατομικό, που το συλλαμβάνουν μόνο οι αισθήσεις. Δηλαδή δεν
μπορεί να δει την καθολική ουσία να υπάρχει μέσα σε επιμέρους πράγμα. Η επιστήμη, όμως,
όπως έχει η ίδια εξελιχθεί, δεν περιορίζεται στην έρευνα της ύπαρξης των «καθ’ έκαστον» πραγμάτων, αλλά με τις έννοιές της εκφράζει το γενικό και το αναγκαίο.

Ο Λένιν, κριτικάροντας σ’ αυτό το σημείο τον Αριστοτέλη, λέει ότι «ο άνθρωπος
μπερδεύεται στη διαλεχτική του γενικού και του ειδικού και της έννοιας και της αίσθησης».
Και ακριβώς αυτός ο ξεχωρισμός του γενικού από το «καθ’ έκαστον», δηλαδή της έννοιας
από το ιδιαίτερο αντικείμενο, είναι που έβαζε τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής
φιλοσοφίας. Ακριβώς αυτός ο χωρισμός του μερικού από το γενικό αποτέλεσε ένα από τα
κεντρικότερα ζητήματα, όχι μόνο της νεότερης φιλοσοφίας, αλλά και του εργατικού κινήματος:

Από την απάντηση του Έγκελς στον μηχανικό υλιστή Χαίκελ, για τις φλυαρίες του
πάνω στην επαγωγή, ως την πάλη της Δ.Ε. ενάντια στον «συνεπή εμπειρισμό» των
Νόβακ-Χάνσεν και τους ρεβιζιονιστικούς λίβελους του Γούλφορθ και του Σκλάβου
(βλέπε Ε.Μ.Ε. No 3: «Μπολσεβικισμός και Φιλοσοφία»).

Η μαρξιστική θεωρία της γνώσης ξεκινάει από την ενότητα και σύγκρουση του μερικού 
με το καθολικό:

«Ας αρχίσουμε από το απλούστατο, κοινότατο, συνηθισμένο, κλπ., από μια οποιαδήποτε
πρόταση : Τα φύλλα του δένδρου είναι πράσινα. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος. Ο Φίντο είναι
σκύλος, κλπ. Εδώ έχουμε ήδη διαλεχτική (όπως αναγνώρισε η μεγαλοφυΐα του Χέγκελ):
το ατομικό είναι το καθολικό (συγκρ. Αριστοτέλη «Μετά τα Φυσικά» μετάφραση του
 Schwegler, Bd. II, S. 40, 3. Buch 4. Kapitel, 8-9: «Οὐ γὰρ ἂν θείημεν εἶναί τινα οἰκίαν
παρὰ τὰς τινὰς οἰκίας» – «denn natürlich kann man nicht der Meinung sein daß es ein
Haus gebe äußer den sichtbarer Häusern»). Συνεπώς τα αντίθετα (το ατομικό είναι το
αντίθετο του καθολικού) είναι ταυτόσημα: το ατομικό υπάρχει μόνο στη σύνδεση που
οδηγεί στο καθολικό. Το καθολικό υπάρχει μόνο μέσα στο ατομικό και διαμέσου του
ατομικού. Κάθε ατομικό είναι (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) καθολικό. Κάθε καθολικό
είναι (ένα τμήμα ή μια άποψη ή η ουσία από) ένα ατομικό. Κάθε καθολικό αγκαλιάζει
μόνο κατά προσέγγιση όλα τα ατομικά αντικείμενα. Κάθε ατομικό μπαίνει
ανολοκλήρωτα μέσα στο καθολικό, κλπ., κλπ. Κάθε ατομικό συνδέεται με χιλιάδες
μεταβάσεις με άλλα είδη ατομικών (πράγματα, φαινόμενα, προτσές) κλπ. Εδώ ήδη
έχουμε τα στοιχεία, τα σπέρματα, τις πλευρές, της α ν α γ κ α ι ό τ η τ α ς της αντικειμενικής σύνδεσης στη Φύση κλπ. Εδώ ήδη έχουμε το τυχαίο και το αναγκαίο, το φαινόμενο και
την ουσία, γιατί όταν λέμε: ο Γιάννης είναι άνθρωπος, ο Φίντο είναι σκύλος, αυτό είναι
το φύλλο ενός δένδρου, κλπ., παραβλέπουμε μια σειρά από ιδιότητες σαν τυχαίες ·
διαχωρίζουμε την ουσία από το φαινόμενο καιαντιπαραθέτουμε το ένα στο άλλο»,
 (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Για το Ζήτημα της Διαλεκτικής, σελ. 137, εκδόσεις
«Ρινόκερως»).

Δ) Η Θεωρία της Ουσίας

Ο ιδεαλιστικός τρόπος, με τον όποιο προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα των σχέσεων
του «γενικού» και του «καθ’ έκαστον», τον οδήγησε σε δυϊστικές αντιλήψεις, που είναι
ολοφάνερες στη θεωρία του για τιςκατηγορίες («κύρια γένη αποδόσεων»), που αποτελούν
τις πιο βασικές μορφές και σχέσεις του Είναι. Φανερώνουν τις διάφορες θέσεις που παίρνουμε
για να αντικρίζουμε τα όντα, ενώ οι ίδιες δεν έχουν από πάνω τους καμιά ανώτερη έννοια,
ως γένος. Παραδέχεται 10 κατηγορίες: ουσία, ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, τόπο, χρόνο,
θέση, κατάσταση, ενέργεια, πάθημα. Οι πιο σπουδαίες είναι οι πρώτες τέσσερεις και ανάμεσα σ’ αυτές η κατηγορία της ουσίας. Οι άλλες είναι παράγωγά τους.

Η ουσία αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το κύριο αντικείμενο της «πρώτης
φιλοσοφίας» ή της μεταφυσικής. Παρά την προσπάθειά του να αποσπαστεί από την
πλατωνική θεωρία των ιδεών και ενώ δέχεται ότι οι φιλοσοφικές έννοιες αντλούν το
περιεχόμενό τους από την πολυμορφία του αντικειμενικού κόσμου, καθώς τις αποσπά από
 τα «είδη του Είναι» για να τις αναγάγει στα «είδη της μαρτυρίας περί του Είναι», τις ταυτίζει
μερικές φορές με τα μέρη του λόγου (Γραμματική).

Η μεταφυσική στενότητα των αριστοτελικών αντιλήψεων σπάζει πολλές φορές και «είναι
εξαιρετικά χαρακτηριστικές, γενικά και παντού, οι ζωντανές συμβολές του στη διαλεχτική
και οι αξιώσεις του πάνω σ’ αυτήν», (Λένιν).



Κάθε κατηγορία προϋποθέτει συνάφεια με τις υπόλοιπες και το αντικειμενικό κινούμενο
Είναι της προσδίδει το περιεχόμενό της. Στην προσπάθειά του να καταλάβει τις αμοιβαίες
σχέσεις και μεταβάσεις του Είναι, έχει τη δυνατότητα να πλάσει εύστροφες και ευλύγιστες
λογικές έννοιες («ρέουσες κατηγορίες» τις ονομάζει ο Έγκελς), που να μπορούν να
αντανακλούν τη διαλεχτική της Φύσης. «Ο Αριστοτέλης ερεύνησε κιόλας τις πιο ουσιαστικές
μορφές της διαλεχτικής σκέψης», (Έγκελς: Αντι-Ντίριγκ).

Ε) Είδος και Ύλη (Η μεταφυσική του Αριστοτέλη)

Για τον Αριστοτέλη, όμως, το σπουδαιότερο ζήτημα είναι, ότι κάθε μεταβολή προϋποθέτει
κάτι αμετάβλητο, όπως οι έννοιες κάτι αγέννητο: το υποκείμενο, που χάρη σ’ αυτό
συντελείται η μεταβολή και οι ιδιότητες, που με τη μετάδοσή τους στο υποκείμενο
προκαλούν τη μεταβολή. Το υποκείμενο αυτό τοονόμασε ύλη, τις ιδιότητες, όπως κι ο
Πλάτωνας, είδος ( ή μορφή).Ενώ έβλεπε την ύλη σαν το υπόστρωμα της μορφής, την αλλαγή της ύλης την έβλεπε σαν αποτέλεσμα των αλλαγών της μορφής.

Δηλαδή, ότι η ουσία άλλαζε εξωτερικά με την επενέργεια της μορφής. Μ’ αυτό τον τρόπο
χώριζε τη μορφή από την ύλη κι έβλεπε τη μορφή σαν κάτι το ενεργητικό, που άλλαζε την
ίδια την ουσία. Δεν έβλεπε λοιπόν την εξέλιξη της μορφής σαν αποτέλεσμα των αλλαγών
στην ουσία. Απ’ αυτή την άποψη απόρριψε την ατομική θεωρία, τη θεωρία του Δημόκριτου.
Βέβαια, η ατομική θεωρία είχε ελλείψεις, από την άποψη ότι τα άτομα τα έβλεπε σαν κάτι
το αναλλοίωτο.

Η «ρευστότητα» του Αριστοτέλη συγκρουόταν εδώ με μια υλιστική αντίληψη, «που δεν
κρίνει αναγκαίο να ψάξει για την τελική αιτία των όντων». Στην ύλη δεν αναγνώριζε
ιδιότητες. Τις ιδιότητες τις έβλεπε μόνο στο επίπεδο της μορφής. Η μορφή αλλάζει.
Η μορφή περνά από μια κατάσταση δυνατότητας σε μια κατάσταση ενέργειας. Από το
ενδυνάμει, στο ενεργεία. Αυτό ακριβώς το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη,
αυτό το γίγνεσθαι της μορφής, το ονόμαζε εντελέχεια [εντελώς έχειν ή έχειν το εντελές,
κάτι που έχει το σκοπό του (τέλος) μέσα του]. Μια δύναμη που αιωρούνταν, κατά κάποιο
τρόπο, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει πραγματικότητα.
Αυτή ακριβώς η θεωρία του για την εντελέχεια ενέπνευσε αργότερα πάρα πολλές θεωρίες,
όπως την Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τον Βιταλισμό (π.χ. Ντρις).

Η ίδια βέβαια θεωρία της εντελέχειας, μιας δύναμης άυλης, που προκαλεί αυτές τις μεταβάσεις
από το δυνάμει στο ενεργεία, από μια κατάσταση δηλαδή παθητική σε μια κατάσταση
ενεργητική, εμπνεύσανε πάρα πολλές αντιδραστικές θεωρίες αργότερα, γιατί στη θέση της
εντελέχειας μπήκε ο θεός.

Αλλά ενώ ο Αριστοτέλης έβλεπε τη μορφή σαν εμπόδιο στην πραγμάτωση της ύλης, ενώ
έβλεπε την κίνηση σαν πρωταρχικό, σε σχέση με την ύλη, και την ύλη σαν εκδήλωση της
ίδιας της κίνησης, κατάληξε σε πάρα πολύ μυστικιστικές αντιλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό,
ότι στην προσπάθεια του να αντικρούσει τις πλατωνικές θεωρίες και να καταπολεμήσει τις
μηχανιστικές αντιλήψεις των ατομικών φιλοσόφων, «αξιοθρήνητα επιστράτευσε το θεό»,
για να αντιμετωπίσει τον υλιστή Λεύκιππο και τον ιδεαλιστή Πλάτωνα (Λένιν: Τόμος
38, αγγλική έκδοση).

ΣΤ) Οι Διαλεκτικές Στιγμές στον Αριστοτέλη

Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε εδώ, είναι οι διαλεκτικές στιγμές που υπάρχουν στη
βασική αύτη θεωρία του Αριστοτέλη για την εξέλιξη της ουσίας: πρώτα πρώτα η αμοιβαία
σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, σαν δυνατότητα και σαν πραγματοποίηση, είναι μια
πολύ βασική διαλεκτική αντίληψη, κάτι που υπάρχει στον Χέγκελ και περνάει στον διαλεκτικό
υλισμό –μια σχέση ενότητας, σύγκρουσης, αλληλο-διείσδυσης και μετατροπής ανάμεσα
στην ύλη και τη μορφή. Με μόνη τη διαφορά, ότι η αλλαγή δεν οφείλεται σε μια εσωτερική, αυτοδύναμη κίνηση, όπως αργότερα ανάλυσε ο Χέγκελ, αλλά στην εντελέχεια, σε μια
δύναμη που δεν υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα, μέσα στην ίδια την ουσία, αλλά είναι
κάτι που αναπτύσσεται εξωτερικά.

Μια άλλη διαλεχτική στιγμή στον Αριστοτέλη είναι η σύλληψη του Είναι μέσα στο Γίγνεσθαι
 –το Είναι μπορεί να μεταβαίνει από τη μια στην άλλη κατάσταση. Αυτή όμως η μετάβαση,
που οφείλεται στην εντελέχεια, έβαλε και τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Και αυτά τα όρια είναι εμφανή, όταν ο Αριστοτέλης περνάει στη θεωρία της αιτιότητας και
αρχίζει να μελετάει μορφές της κίνησης.

Ζ) Φυσικοφιλοσοφικές Αντιλήψεις

Εφόσον η εντελέχεια, σαν μια εξωτερική δύναμη, προκαλεί τις μεταβολές στην ύλη και
στις μορφές της, απ’ αυτή την άποψη,η κίνηση έρχεται απέξω στα υλικά πράγματα. Αν
και η κίνηση είναι αιώνια, δεν είναι παρολαυτά μια αυτοδύναμη κίνηση, αλλά μια
επενέργεια που εμπεριέχει σκοπιμότητα, υπάρχει ένας σκοπός μέσα σ’ αυτή την κίνηση.
Και βέβαια, αυτός ο σκοπός δινόταν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από μια πρωταρχική ύλη,
όπως έλεγε.

Η πρωταρχική ύλη, που είταν αιώνια και αγέννητη, είταν η ψυχή του ίδιου του Είναι. Το
Είναι, δηλαδή, είταν η ενεργητική μορφή μιας παθητικής κατάστασης, που ονόμαζε
πρωταρχική ύλη. Θεωρούσε την ποιότητά της στη φύση σταθερή και, εφόσον είταν
ολοκληρωτικά παθητική, δεν μπορούσε να μορφοποιήσει κανένα σώμα από μόνη της.

Επομένως, η μορφή είταν ανεξάρτητη απ’ αυτήν. Η σκέψη του Αριστοτέλη, ότι μορφή
και ύλη αλληλεπιδρούν, είταν καρπός της πολεμικής του ενάντια στον πλατωνικό
ιδεαλισμό. Η απόσπαση όμως της μορφής από την ύλη, τον έσπρωξε στην ιδέα του θεού,
που είναι «η νοούσα εαυτήννόησις».

Ο Λένιν σημειώνει: «Αυτό είναι φυσικά ιδεαλισμός, αλλά πιο αντικειμενικός και πιο
απομακρυσμένος, πιο γενικός από τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, γι’ αυτό και στη φιλοσοφία 
της Φύσης σημαίνει, πολύ συχνά, ό,τι και ο υλισμός», (Λένιν: τόμος 38, σελ. 282 της αγγλικής
έκδοσης).(Υπογράμμιση δική μας, ΝΠ)



άλλα θεωρητικά άρθρα:

Καρλ Μαρξ:"Η «Θαυματουργή» Δύναμη του Χρήματος (μέσα από Goethe & Shakespeare)

Ernst Bloch: Ο Μαρξ και η Επανάσταση

Τέλεια γλώσσα & Διαλεκτικός Υλισμός 

Β. Ι. Λένιν Για τη Σημασία του Μαχόμενου Υλισμού

Peter Jeffries : για την θεωρία και την πράξη και την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος 

Λ. Τρότσκυ : Η Αναγκαιότητα για τη Διαλεκτική Μέθοδο

Τζέιμς Κάνον : Το Πρόγραμμα του Τροτσκισμού* 

Σάββας Μιχαήλ : Από τον Μαϊμονίδη στο γονιδίωμα

Σάββα Μιχαήλ: Ιουδαϊσμός ή Σιωνισμός;

Φιλοσοφοι & βουληση

Corin Redgrave : Υλισμός & Κβαντομηχανική

ΛΕΩΝ ΤΡΟΤΣΚΙ: η Καμπύλη της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης

Θώδωρος Μεγαλοοικονόμου : «Κόφτης» αντί για απάντηση στα χρόνια προβλήματα της ειδικής αγωγής


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Metamarxism (μέρος 2ο), η Σύνοψη: Οι Αναλλοίωτες και μια μεγάλη προσθήκη

Ο Gregor Markowitz ζει!!!

Metamarxism (μέρος 1ο): ένα ακόμα Λευκό σε Λευκό