Από τον Αριστοτέλη Στον Διαλεχτικό Υλισμό μέρος 2ο (μια διάλεξη που αποκήρυξε αυτός που την έδωσε)

διαβάστε το πρώτο μέρος:  Από τον Αριστοτέλη Στον Διαλεχτικό Υλισμό μέρος 1ο (μια διάλεξη που αποκήρυξε αυτός που την έδωσε)

Η) Η Έννοια της Κίνησης και οι Μορφές της
Η εμφάνιση των σωμάτων, που είναι αποτέλεσμα της μορφοποίησης της ύλης, ανήκει για τον Αριστοτέλη στην έννοια της κίνησης, που αποτελεί την κεντρική κατηγορία στην περί φύσης θεωρία του. Καταλάβαινε πολύ καλά, ότι αληθινή γνώση μπορεί να προκύψει μόνο από την έρευνα της κίνησης. Συμφωνώντας με τον Δημόκριτο, μίλησε για την αντικειμενικότητα και την αιωνιότητα της κίνησης.
Ενώ όμως υποστήριζε ότι η κίνηση είναι σκόπιμη, έβλεπε ταυτόχρονα ότι η κίνηση παίρνει του κόσμου τις χαώδεις μορφές. Κι αυτές τις χαώδεις μορφές τις ονόμαζε
«δυσμορφίες». Μια απ’ αυτές είταν και η «οχλοκρατία», στην οποία εξελίσσεται η δημοκρατία, όπως έλεγε. Ό,τι χαλάει την τάξη στο σύμπαν, χάνει τη σκοπιμότητα του.

Με βάση αύτη την αντίληψη, άρχισε να μελετάει τα είδη της κίνησης. Διέκρινε 6 μορφές κίνησης, με κεντρικότερη τη μετατόπιση στο χώρο. Έτσι έπαυε η κίνηση να είναι μια αλλαγή, όπως στη διαλεχτική φιλοσοφία –γινόταν μια απλή, μηχανική μετατόπιση στο χώρο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι μηχανιστικές, μηχανοκρατικές αντιλήψεις, που κυριάρχησαν όλη την περίοδο της κλασικής μηχανικής (Νεύτων). Αυτή η προσέγγιση, που δεν έβλεπε την κίνηση σαν τη μετάβαση στο άλλο, τον οδήγησε στην άποψη, ότι η πιο εξελιγμένη και απεριόριστη μορφή κίνησης είναι η καμπύλη κίνηση. Αντίθετα, έλεγε, η ευθύγραμμη κίνηση είναι πεπερασμένη.

Fabrizio Cassetta, προτραίτο το Ισαάκ Νεύτωνα/Isaac Newton


Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι η «σφαίρα» είναι η πιο τέλεια μορφή, κατάληξε στη σφαιρικότητα των ουρανίων σωμάτων και σε μια γεωκεντρική θεωρία για το σύμπαν. Τααστέρια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι καρφωμένα στον ουρανό και στρέφονται μαζί μ’ αυτόν, ενώ οι πλανήτες κινούνται σε επτά ομόκεντρους κύκλους. Αιτία της κίνησης του ουρανού ο θεός. Μέχρι την εποχή του Κοπέρνικου, η αμφισβήτηση αυτών των θεωριών του Αριστοτέλη, που αποτελούσαν και το θεμέλιο του Πτολεμαϊκού συστήματος, είταν αμάρτημα και τιμωρούνταν από την Ιερή Εξέταση με τον δια πυράς θάνατο. Είναι γνωστή η περίπτωση του Γαλιλαίου, που αναγκάστηκε να αποκηρύξειτην ηλιοκεντρική θεωρία του, γιατί συγκρουόταν με την «αυθεντία» του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου.

Θ) Ύλη και Συνείδηση

Εκείνο όμως που αποτέλεσε σκάνδαλο για ολόκληρη τη φιλοσοφία του είταν το πέρασμα από την ύλη στη συνείδηση: Η ψυχή είναι μια ιδιαίτερη «πρώτη εντελέχεια» του πραγματικού Είναι. Οι «ψυχικές μεταβολές» εξαρτώνται από τη
«σωματική κατάσταση», αλλά η ζωή είναι μια δραστηριότητα της ψυχής! Η «αποσύνθεση και η σήψη του σώματος» επέρχονται τη στιγμή που χάνεται η ψυχή.

Ιδεαλιστικές και υλιστικές απόψεις μετατρέπονται σε αμάλγαμα κι ο Αριστοτέλης ξαναμπλέκεται στα δίχτυα του ιδεαλισμού και του Πλάτωνα. Η αδυναμία αυτή γίνεται ολοφάνερη, όταν εγκαταλείπει την υλιστική άποψη, ότι πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις κι ότι ο άνθρωπος φτάνει σε υψηλότερο σκαλοπάτι γνώσης με τη νοητική γενίκευση της κοινωνικής πράξης. Ξαναπέφτει στον ιδεαλισμό, ανακηρύσσοντας τη «λογική ψυχή» σε πηγή γνώσης ανεξάρτητη από το σώμα.

Ι) Η Τυπική Λογική

Η «λογική σκέψη» γίνεται αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Ο Αριστοτέλης εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες, που αντιστοιχούν στις σχέσεις των ίδιων των πραγμάτων, και προχωρεί σε μια φυσικο-ιστορική περιγραφή των ήδη σχηματισμένων μορφών σκέψης, συστηματοποιώντας και ερευνώντας τις πιο βασικές. Έτσι γίνεται ο θεμελιωτής της τυπικής λογικής, που αποτέλεσε τεράστια συνεισφορά στην ανθρώπινη σκέψη και έκανε τον Καντ να δηλώσει, πως «η λογική, από τον καιρό του Αριστοτέλη, δεν έχει κάνει βήματα ούτε μπρος ούτε πίσω», (Κριτική του Καθαρού Λόγου Β7).

Με τον τίτλο «Όργανο», τον 6ο μ.Χ. αιώνα, συγκεντρώθηκαν τα κυρίως λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Από τότε άνοιξε η συζήτηση, αν η λογική είναι ένα εργαλείο της φιλοσοφίας ή ένα μέρος της. Οι θετικιστές υποστήριξαν την πρώτη, οι μεταφυσικοί συντάχτηκαν με τη δεύτερη άποψη. Αν είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς το Κεφάλαιο του Μαρξ, χωρίς τη μελέτη της Λογικής του Χέγκελ, είναι το ίδιο αδύνατο να καταλάβει τον Αριστοτέλη, χωρίς την προηγούμενη εξέταση της αριστοτελικής Λογικής ή αναλυτικής, όπου, σύμφωνα με τον Λένιν, «η αντικειμενική λογική ανακατεύεται παντού με την υποκειμενική και, μάλιστα, κατά τρόπο που η αντικειμενική φαίνεται παντού». (υπογράμμιση δική μας, ΝΠ)

Μολονότι δεν είταν υλιστής, επέμενε, πως ο αισθητός κόσμος πρέπει να αποτελεί
το κύριο αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας και η φιλοσοφική σκέψη αυτόν πρέπει να έχει αφετηρία στις αναζητήσεις της. Η επιστημονική γνώση πρέπει να υψωθεί από το μερικό στο γενικό και για να εξηγήσει το αποτέλεσμα πρέπει να ερευνήσει τις αιτίες. Η σκέψη πρέπει να κοπιάσει, να μοχθήσει, για να φτάσει στις ανώτερες βαθμίδες που βρίσκονται οι γενικές έννοιες, όσο κι αν η «λογική ψυχή» μπορεί να γνωρίσει τα πάντα.

Από τις αισθήσεις, διαμέσου των αναμνήσεων, μπορούμε να περάσουμε στην εμπειρία και από κει στην επιστήμη (αληθινή γνώση), (βλ. Αναλυτικά Ύστερα, II, 19). Ενώ όμως, αντίθετα από τους σκεπτικιστές, παραδεχόταν την εγκυρότητα των αισθήσεων, δεν έφτασε να δεχτεί μια μόνο αντικειμενική πραγματικότητα και αναγνώριζε στη νόηση υπεροχή και αυτονομία από την ύλη. Στοιχεία της νόησης είναι οι έννοιες, οι κρίσεις (αποφάνσεις) και οι συλλογισμοί, που είναι οι βασικοί τύποι με τους οποίους κινούνται οι έννοιες. Κάθε κρίση είναι αποτέλεσμα ενός συλλογισμού, επαγωγικού ή παραγωγικού. Οι δύο αυτές μέθοδες επιστημονικής έρευνας δεν μπορούν να αποδείξουν τις πρώτες αρχές κάθε επιστήμης, γιατί «είναι φανερό, ότι δεν είναι δυνατόν να αποδείξει κανείς τας εκάστου ιδίας αρχάς».

ΙΑ. Οι Αρχές της Λογικής

«Ότι σε μια έννοια η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από μας, καθώς και από την κρίση μας, είναι τόσο σταθερό στην αριστοτελική φιλοσοφία, όσο και το γεγονός, ότι εμφανίζεται αληθινή ή ψεύτικη με την ενέργειά μας. Χωρίς όμως αυθύπαρκτη αρχή αυτό δεν γίνεται. Αυτή την αρχή ύψωσε ο Αριστοτέλης σε κύρια κατηγορία της φιλοσοφίας του», (J.M. ΖΕΜΒ, Αριστοτέλης).

Ανάμεσα στο μεγάλο αριθμό των αρχών που διακρίνει, ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει εκείνες που σχετίζονται με μια ιδιαίτερη επιστήμη, από εκείνες που ισχύουν σαν πρώτες ή ύψιστες αρχές, γιατί δεν μπορούν να μπουν όρια στην έννοια και την ισχύ τους.

Λογικές Πύλες, σχηματική περιγραφή των λογικών πράξεων
σε μια άλγεβρα του Boole (εξήγηση σε προσεχές άρθρο)


Αυτές είναι δύο: η αρχή της αντίφασης και η αρχή της απόκλεισης του μέσου ή τρίτου. Η αρχή της ταυτότητας δεν ανήκει σ’ αυτές τις ύψιστες αρχές. Στα «Μετά τα Φυσικά» (IV, 3) πραγματεύεται τις δύο πρώτες, γιατί πρώτα είναι οντολογικές, και γίνονται λογικές αρχές, εξαιτίας του παραλληλισμού είναι και νοείν.

IB. Αντίφαση

Για τον Αριστοτέλη, η αρχή της αντίφασης είναι η πηγή της τάξης, η πέτρα πάνω στην οποία μπορεί κανείς να χτίσει, το δεδομένο που αντέχει σ’ όλες τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα. «Το ίδιο πράγμα είναι αδύνατο να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα» (Μετά τα Φυσικά, 3, 3). «Είναι αδύνατο μαρτυρίες που είναι αντιφατικές μεταξύ τους να είναι ταυτόχρονα αληθινές». «Είναι αδύνατο να ισχυρίζεται κανείς κάτι στ’αλήθεια και συγχρόνως να το αρνείται». «Αυτή είναι η πιο ισχυρή απ’ όλες τις αρχές», (Μετά τα Φυσικά, 3, 6).

Ακόμα κι αν πολλές άλλες αρχές έχουν προκύψει με την επαγωγή κι έχουν ανάγκη από επαλήθευση, όμως η αρχή της αντίφασης βρίσκεται πραγματικά στην αρχή: «Γι’ αυτό όλοι, όσοι προσπαθούν να αποδείξουν, ανάγουν τις αποδείξεις τους σ’ αυτή την αρχή, σαν να είναι η έσχατη πίστη. Γιατί αυτή η αρχή είναι από τη φύση της η πηγή και των άλλων αξιωμάτων», (Μετά τα Φυσικά, 3, 3).

Η αρχή της αντίφασης είναι στην πραγματικότητα η αντανάκλαση στη νόηση του ποιοτικού διαφορισμού των αντικειμένων. Αντανακλά το κοινό γεγονός πως, αν
παρασυρθούμε από τις μεταβολές του, το αντικείμενο δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα αλληλο-αποκλειόμενες ιδιότητες.

 «Πρώτα, συνήθως απομακρύνουν την Αντίφαση από τα πράγματα, από το υπάρχον και το αληθινό γενικά και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό. Μετά, την μεταφέρουν στην υποκειμενική αντανάκλαση, που μόνη της, όπως λένε, την θέτει, συσχετίζοντάς την και συγκρίνοντάς την.Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε σ’ αυτή την αντανάκλαση, γιατί είναι αδύνατο να φανταστεί ή να σκεφτεί κανείς οτιδήποτε το αντιφατικό. Πράγματι, η Αντίφαση, είτε βρίσκεται στην Ενεργό Πραγματικότητα είτε στη σκεπτόμενη αντανάκλαση, θεωρείται σαν ένα ατύχημα, ένα είδος ανωμαλίας ή παροξυσμού μιας αρρώστιας που γρήγορα θα περάσει», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Παράθεση από τη Λογική του Χέγκελ, σελ. 46, εκδόσεις «Ρινόκερως»).

 «Αλλά η κοινή εμπειρία διακηρύσσει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας αριθμός αντιφατικών πραγμάτων, κανονισμών κλπ., με την αντίφαση παρούσα μέσα σ’ αυτά και όχι απλά μέσα σε μια εξωτερική αντανάκλαση. Αλλά ακόμα περισσότερο δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί σαν μια ανωμαλία που απλά συμβαίνει εδώ κι εκεί· αντίθετα, είναι το Αρνητικό στον ουσιαστικό του προσδιορισμό, η αρχή κάθε αυτο-κίνησης, που δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά σε μια έκθεση της Αντίφασης. Η ίδια η εξωτερική, αισθητηριακή κίνηση είναι η άμεσή της ύπαρξη...Πρέπει να αναγνωρίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις που διαπίστωσαν στην κίνηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνηση, αλλά πολύ περισσότερο ότι η κίνηση είναι η ίδια η υπάρχουσα Αντίφαση»., (όπ.π. Σελ. 46-47).

Ο «έλλογος» όμως στοχασμός του Αριστοτέλη περιορίζεται «στην κατανόηση και τη διατύπωση της Αντίφασης. Δεν εκφράζει την έννοια των πραγμάτων και τις σχέσεις τους, και έχει σαν υλικό και περιεχόμενο μόνο τους προσδιορισμούς της
Φαντασίας· αλλά ακόμα τις θέτει σε μια τέτοια σχέση η οποία περιέχει την αντίφασή τους, επιτρέποντας στην έννοιά τους να φανεί διαμέσου της αντίφασης.», (όπ.π., σελ. 48-49). Αντίθετα, ο Ορθός Λόγος (κατανόηση) «οξύνει την αμβλυμμένη διαφορά του διαφορετικού, την απλή πολλαπλότητα της φαντασίας, σε ουσιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψωθούν στην κορυφή της αντίφασης, οι πολλαπλές οντότητες γίνονται δραστήριες (regsam) και ζωντανές στη μεταξύ τους σχέση –δέχονται/αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα που είναι ο εγγενής παλμός της αυτο-κίνησης και της ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 49-50).



ΙΓ. Η Αρχή της του Τρίτου Αποκλείσεως

Στην αρχή της αντίφασης εντάσσει ο Αριστοτέλης την αρχή του «αποκλειόμενου τρίτου ή μέσου»: «Είναι αναγκαίο ένα μόνο μέρος της αντίφασης να είναι αληθινό. Εάν, σε συνέχεια, είναι αναγκαίο είτε να καταφάσκουμε τα πάντα είτε να τα αρνιόμαστε είναι αδύνατο να είναι και τα δύο ψευδή. Γιατί μόνο το ένα σκέλος της αντίφασης είναι ψευδές», (Μετά τα Φυσικά, 3, 8).

Αν βέβαια αυτό σημαίνει πως κάθετι έχει τον θετικό και αρνητικό του προσδιορισμό, κανείς δεν θά ’χε λόγο να διαφωνήσει. «Αλλά αν μ’ αυτό εννοείται, όπως συνήθως γίνεται, ότι, απ’ όλα τα κατηγορήματα ισχύει είτε ένα δοσμένο
κατηγόρημα είτε το μη-Είναι του, τότε αυτό είναι μια κοινοτοπία”!!! Η εξυπνάδα ...γλυκό, όχι-γλυκό; Πράσινο όχι- πράσινο; Ο προσδιορισμός πρέπει να οδηγεί μέχρι την προσδιοριστικότητα, αλλά σ’ αυτήν την κοινοτοπία δεν οδηγεί
πουθενά», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 45).

Επομένως στην πρόταση «Κάτι είναι Α είτε όχι Α: δεν υπάρχει τρίτο», υπάρχει ένα τρίτο μέσα σ’ αυτή την ίδια τη θέση. Το ίδιο το Α είναι το Τρίτο, γιατί το Α μπορεί να είναι ταυτόχρονα +Α και -Α (αντίθετα με τη νεκρή ταυτότητα της τυπικής
Λογικής). «Το ίδιο το Κάτι είναι λοιπόν ο τρίτος όρος που υποτίθεται ότι αποκλείεται» (Χέγκελ) –σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον λογικό ρασιοναλισμό των νεώτερων χρόνων (Λάιμπνιτς). Αντίθετα, η διαλεχτική Λογική αποδείχνει ότι «κάθε συγκεκριμένο πράγμα, κάθε συγκεκριμένο κάτι, βρίσκεται σε πολυποίκιλες και συχνά αντιφατικές σχέσεις με κάθετι άλλο, συνεπώς, είναι ο εαυτός του και ταυτόχρονα κάτι άλλο», (όπ.π., σελ. 45).

ΙΔ. Η Αρχή του Αποχρώντος (Επαρκούς) Λόγου και η Αιτιότητα

Ο φιλόσοφος όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν πρέπει να τείνει στο άμεσα προσδιορισμένο Είναι, αλλά πρέπει να περάσει στο λόγο της ύπαρξής του, στον αποχρώντα λόγο του, στην αιτία του. Ο Λάιμπνιτς, που έκανε βάση της φιλοσοφίας του αυτή την αρχή, την ξεχώρισε από την αιτιότητα, με τη στενή της έννοια, σαν μηχανικού τρόπου δράσης, αναζητώντας τη σχέση των αιτιών.

Τί είναι όμως αιτία για τον Αριστοτέλη:
α) η πρώτη ύλη από την οποία γίνεται κάτι,
β) η μορφή και το αρχέτυπο, δηλ. η έννοια του όντος,
γ) το σημείο αφετηρίας για αλλαγή και κίνηση (π.χ. ο πατέρας
για το παιδί),
δ) ο σκοπός (π.χ. η υγεία είναι ο σκοπός του περιπάτου).
Χωρίς την κατανόηση των αιτίων είναι αδύνατη η πλήρης
γνώση, κατά τον Αριστοτέλη. Με το να γνωρίζουμε το γενικό
δεν κόβουμε τη δίψα της γνώσης. Πρέπει να διεισδύσουμε στα
αίτια.

Η αιτιότητα ισχύει γι’ αυτόν σαν μια ενεργή θέση αιτίων, που στηρίζεται στη φύση και τις φύσεις (δομές): Ακούραστα περιγράφει το χτίστη που χτίζει, το γιατρό που δίνει φάρμακα. Η αποφασιστική όμως αρχή είναι γι’ αυτόν ο σκοπός, απ’ τον όποιο πρώτα πηγάζει η αναγκαιότητα της κίνησης και συγχρόνως εκείνο που σταματάει την κίνηση, δηλ, η ολοκλήρωση της μορφής. Ο σκοπός δεν βρίσκεται αναγκαστικά στην αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, και γι’ αυτό μιλάει για τη δημιουργία του θεού.

Αλλά το νόημα που φωλιάζει σ’ αυτόν τον σκοπό είναι ο θεός. «Ηφύση απ’ όλες τις δυνατότητες πραγματώνει την καλύτερη». Μ’ αυτή την πρόταση συνδέονται πολλές σχετικές θέσεις, που η κατανόηση τους χρειάζεται τον τρόπο που λειτουργούν οι κομπιούτερς, όπου οι αυτορυθμιζόμενοι μηχανισμοί συνδέουν
αφορμή-αιτία-σκοπό.

Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη για τη συνάφεια των αιτίων έχει τεράστια σημασία για τις φυσικές επιστήμες. Στις βιολογικές του έρευνες π.χ. ο Αριστοτέλης προσωρινά αναβάλλει να μιλήσει για τελικά φαινόμενα. Γι’ αυτόν σημασία έχει ότι το «Είναι» είναι κάτι το περιεκτικό, που η μορφή δρα μέσα του σαν σκοπός. Η αιτιότητα στο σύνολο του έργου του αποτελεί το νήμα που διαπερνά όλη τη σκέψη του, συνοψίζει τα πάντα. «Τώρα, αυτό που εμφανίζεται σαν η δραστηριότητα της μορφής αποτελεί εξίσου την πραγματική κίνηση της ίδιας της Ύλης...», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, όπ.π., σελ. 57).



Παραφράζοντας τα λόγια του Λένιν για τον Χέγκελ, θα λέγαμε ότι «εδώ έχετε την εικόνα του κόσμου σύμφωνα με τη Λογική του Αριστοτέλη –φυσικά μείον το θεό και τον Απόλυτο σκοπό». ΙΕ. Η Αρχή της Ταυτότητας και ο Ρεβιζιονισμός «Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι είταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί. Και ο Αριστοτέλης, η πιο καθολική διάνοια ανάμεσα τους, είχε ήδη αναλύσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης. Εντούτοις, η διαλεκτική παράμεινε
εμβρυακό στοιχείο στην ελληνική σκέψη. Οι έλληνες φιλόσοφοι δεν πέτυχαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν ν’ αναπτύξουν τις σκόρπιες οξύτατες ενοράσεις σε επιστημονικό σχήμα», (Έγκελς).

Γιατί;

«Έπρεπε πρώτα να εξεταστούν τα πράγματα προτού μπορέσουν να εξεταστούν τα προτσές. Έπρεπε πρώτα να ξέρει κανείς τί είταν ένα οποιοδήποτε πράγμα, για να μπορέσει έπειτα να καταπιαστεί με τις αλλαγές που παθαίνει... Η παλιά μεταφυσική, που θεωρούσε τα πράγματα αποτελειωμένα, γεννήθηκε από μια
επιστήμη της Φύσης που ερευνούσε τα νεκρά και ζωντανά πράγματα σαν αποτελειωμένα», (Έγκελς: Ο Λ. Φόιερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας). (υπογράμμιση δική μας, ΝΠ)

Το πρωτόγονο επίπεδο της αρχαίας τεχνολογίας και των μαθηματικών, που είταν εντελώς απομακρυσμένα από κάθε σχέση με τη Φύση, οδήγησαν στους αφηρημένους και στατικούς «νόμους της σκέψης», με αποκορύφωμα το «νόμο
της ταυτότητας», που δεν ξεπερνά την εμπειρική ταξινόμηση και σύγκριση των ιδιοτήτων αντικειμένων που δεν είχαν καμιά ποσοτική σχέση μεταξύ τους: Α=Α («αν κάθετι είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, δεν είναι ξεχωριστό από αυτόν, δεν περιέχει καμιά αντίθεση και δεν έχει καμιά βάση»). «Η ουσία είναι... απλή ταυτότητα με τον εαυτό της», σε βαθμό μάλιστα που η αμφισβήτηση αυτής της αρχής να ισοδυναμεί με το ότι «έχει καταλυθεί η λογική συνείδηση και το γεγονός μπορεί πλέον να έχει σημασία μόνο για την ψυχολογία (ή για την ψυχοπαθολογία)» (!), (Ε. Παπανούτσου: Λογική, σελ. 190).

Ο ρεβιζιονιστής George Novack
συγγραφέας της Λογικής του Μαρξισμού (το ΣΕΚ
δεν επιτρέπει online κυκλοφορία του έργου)
Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την κοινή αντίληψη, που αντιπαραθέτει την ομοιότητα και τη διαφορά, χωρίς να κατανοεί «αυτή την κίνηση της μετάβασης του ενός απ’ αυτούς τους προσδιορισμούς στον άλλο», (Χέγκελ, Λογική). Οι οπαδοί του «νόμου της ταυτότητας» μετατρέπουν αυτή την άδεια ταυτολογία σε μια μονόπλευρη προσδιοριστικότητα, που αυτή καθεαυτή περιέχει μονάχα τυπική αλήθεια, αφηρημένη και ατελή και αντανακλά, σύμφωνα με τον Χέγκελ, τη «συνηθισμένη τρυφερότητα προς τα πράγματα, που η μόνη της φροντίδα είναι πώς να μην έρθουν σε αντίφαση το ένα με το άλλο», πράγμα που αποτελεί και τον ταξικό-πολιτικό πυρήνα της κοινωνικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Είναι λάθος επομένως να αντιλαμβανόμαστε το «νόμο της ταυτότητας» σαν ένα στατικό δεδομένο, που η αναγνώριση του «είναι μια απαραίτητη συνθήκη, για να γίνει κανείς επαναστάτης σοσιαλιστής», όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ στο «Εισαγωγή στη
Λογική του Μαρξισμού».

Ο σύντροφος Άλεξ Στάινερ, γνωστός σήμερα κυρίως από
την δουλειά του στον ιστότοπο permanent revolution 












«Ο άνθρωπος έχει μάθει το νόμο της ταυτότητας μέσα από τα εκατομμύρια χρόνια της κοινωνικής πραχτικής του, πολύ πιο πριν από τότε που μπόρεσε να τον σχηματοποιήσει, χρησιμοποιώντας αφηρημένες γενικές έννοιες. Ο νόμος της
ταυτότητας είναι μόνο μια μονόπλευρη διατύπωση ενός προτσέσου που συσχετίζει αυτό που παραμένει το ίδιο μέσα στις πολύπτυχες αλλαγές που υφίσταται κάθετι μέσα στη Φύση. Αυτό το προτσέσο έμεινε βασικά απαρατήρητο, σ’ αυτούς που πρώτοι διατύπωσαν το νόμο της ταυτότητας στην Ελλάδα», (Άλεξ Στάινερ: Η Φιλελεύθερη Φιλοσοφία του Τζορτζ Νόβακ, σελ. 9- 10, στην Ελληνική έκδοση).

ΙΣΤ. Η Τυπική Λογική και το Εργατικό Κίνημα

Η τυπική λογική –αντίθετα με τους αστούς ακαδημαϊκούς και το Νόβακ– δεν είναι μια υπεριστορική πραγματικότητα. Ως την επικράτηση του καπιταλισμού, είταν η πιο υψηλή κατάχτηση της ανθρώπινης σκέψης και έπαιξε προοδευτικό ρόλο στην
εποχή της. Η εκλεκτικιστική εξέταση των «καλών» και «κακών» πλευρών της που επιχειρείται από το Νόβακ, συσκοτίζει το ζήτημα και αγνοεί την ιστορική της καταγωγή. Η ίδια η μπουρζουαζία, στην άνοδο της, αναζήτησε μια λογική, που δεν είταν φυλακισμένη μέσα στις προκαθορισμένες κατηγορίες της Αριστοτελικής Λογικής. Οι επαναστατικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα, δημιούργησαν τεράστια ρήγματα στο κοινό φρούριο της Αριστοτελικής μεταφυσικής λογικής και της καθολικής θεολογίας.

Σήμερα, η μπουρζουαζία γυρίζει πίσω στην τυπική λογική, πίσω στον Καντ, απορρίπτοντας τη διαλεκτική, που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ποσοστική ανάπτυξη ή συμπλήρωσή της, όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ. Ο ρόλος της σήμερα είναι εντελώς αντιδραστικός, γιατί θέλει «να κρατήσει την εργατική τάξη δεμένη στην μπουρζουαζία. Σήμερα, οι a priori κατηγορίες της τυπικής λογικής αντικαθρεφτίζουν το είδος του κόσμου που αποζητά η μπουρζουαζία, ένα αιώνια προκαθορισμένο καπιταλιστικό κόσμο, όπου οι εκμεταλλευτές παραμένουν εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι παραμένουνεκμεταλλευόμενοι. Να συμβιβαστείς με την τυπική λογική σημαίνει να συμβιβαστείς με την μπουρζουαζία. Στην ουσία ο Νόβακ αυτό κάνει», (Άλεξ Στάινερ, όπ.π., σελ. 11 της ελλην. Έκδοσης). Στα θεμελιακά ζητήματα της πάλης, η επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στην ανώτερη εξέλιξη των επιστημών, και όχι στα δεκανίκια μιας κοντόφθαλμης αντίληψης. Πρέπει να καταπιαστούμε με την έρευνα των εσωτερικών αντιφάσεων της διαλεχτικής εξέλιξης, για να μπορούμε να προσδιορίσουμε τα ποιοτικά άλματα της, σε μια εποχή απότομων και ραγδαίων αλλαγών.


Εκδήλωση με ομιλητές τους συντρόφους Σάββα Μιχαήλ και
Άλεξ Στάινερ στο καφέ βιβλιοπωλείο Λοκομοτίβα 20 Ιουλίου, 2016






ΙΖ. Τα Έργα του Αριστοτέλη

Πριν τελειώσουμε, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη. Αυτό χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:
α) στα διδακτικά συγγράμματα, που προορίζονταν για τους μαθητές του Λυκείου, που εκδίδονταν σε μορφή σημειώσεων.
6) στους διάλογους ή εξωτερικούς λόγους, που προορίζονταν για το πλατύ κοινό.
Στους τελευταίους χρωστά ο Αριστοτέλης τη φήμη του, παρά το γεγονός ότι σώζονται ελάχιστα αποσπάσματά τους. Ο πληρέστερος κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη συντάχτηκε από δύο Άραβες αριστοτελικούς φιλόσοφους του 8ου μ.Χ. αιώνα και περιλαμβάνει μόνο 162 έργα από τα 1.000 που έγραψε, όπως αναφέρει μια σχετική πηγή. Αυτή την «Εγκυκλοπαίδεια», που περιείχε «όλη την αφαίρεση
γνώσης» από την εποχή του, μπορούμε να την χωρίσουμε σε επιστημονικές συλλογές:
α) Λογικά συγγράμματα, γνωστά με το όνομα Όργανον:
1. Κατηγορίαι (βασικές μορφές της ουσίας, του όντος).
2. Περί ερμηνείας (για τις Κρίσεις)
3. Αναλυτικά πρότερος (συλλογισμός).
4. Αναλυτικά ύστερα (απόδειξη, ορισμός, διαίρεση).
5. Τοπικά (τρόποι έρευνας και συζήτησης).
6. Περί σοφιστικών ελέγχων (για τα σοφίσματα).
Εδώ μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τα «περί τέχνης ρητορικής», «περί ποιητικής» καθώς και τα «Μετά τα φυσικά» ή Πρώτη Φιλοσοφία, όπου ερευνά τις πρώτες αιτίες των όντων.
β) Τα φυσικά: 1. Περί φυσικής ακροάσεως (8 βιβλία). 2. Περί ουρανού. 3. Περί γενέσεως και φθοράς. 4. Μετεωρολογικά. 5. Περί κόσμου.
γ) Βιολογικά: 1. Περί τα ζώα ιστορία. 2. Περί ζώων μορίων. 3. Περί ζώων γενέσεως. 4. Περί της κοινής των ζώων κινήσεως.
5. Περί ζώων πορείας. Επίσης το «Περί Ψυχής», εφόσον εξετάζει την ψυχή σε άμεση σχέση με τη ζωή, και τα «Μικρά Φυσικά».
δ) Ηθικά και πολιτικά: 1. Ηθικά Νικομάχεια (10 βιβλία). 2. Τα Μεγάλα ηθικά, 3. Ηθικά Ευδήμεια (7 βιβλία). 4. Αθηναίων Πολιτεία.
ε) Οικονομικά: Οι Άραβες είταν οι πρώτοι που μελέτησαν τον Αριστοτέλη στους νεώτερους χρόνους. Ήδη από τον 9ο μ.Χ. αιώνα είχαν μεταφράσει στη γλώσσα τους όλα σχεδόν τα έργα του. Ο αραβικός όμως Αριστοτελισμός, που έφτασε στην ακμή του με τον Αβερρόη (1126-1198), είδε τον Αριστοτέλη μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του νέο-πλατωνισμού, αποδίδοντας του ακόμα και έργα του Πλωτίνου (3ος μ.Χ. Αιώνας).

Την εποχή της φεουδαρχίας, και ιδιαίτερα από τον 13ο αιώνα, οι Δυτικοευρωπαίοι διαβάζουν τον Αριστοτέλη απευθείας από το πρωτότυπο. Το τίμημα για όσους βγάζανε από το έργο του συμπεράσματα αντίθετα με τα δόγματα της καθολικής
εκκλησίας είταν οι διώξεις, ως την εποχή που ο Θωμάς ο Ακινάτης «Θωμισμός»–(1226-1274), μεταβάλλει τη φιλοσοφία του σε θεωρητικό προπύργιο του καθολικισμού με τη «ρεαλιστική» και «σχολαστική» διαστρέβλωση της: «Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη πήρανε κάθετι το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ό,τι είταν νεκρό σ’ αυτόν», (Λένιν: τόμος 38, σελίδα 368-369, αγγλική
έκδοση).

ο γαλαξίας της Ανδρομέδας


Ο Χέγκελ, στις «παραδόσεις για την Ιστορία της φιλοσοφίας», 1805, παρουσιάζει όχι μόνο τη στάση των συγχρόνων του απέναντι στο έργο του, αλλά βάζει και τις βάσεις για τη μελέτη του: «Ο Αριστοτέλης υπήρξε μια από τις πλουσιότερες και βαθύτερες επιστημονικές ιδιοφυΐες, που εμφανίστηκαν ποτέ. Ένας άνδρας, που όμοιό του καμιά εποχή δεν έχει να δείξει... Σε κανένα φιλόσοφο δεν έγινε τόσο άδικη μεταχείριση, με τελείως επιπόλαιες παραδόσεις, που διατηρήθηκαν για τη φιλοσοφία του και είναι ακόμα στην ημερήσια διάταξη, αν και για πολλές εκατονταετίες υπήρξε ο δάσκαλος όλων των φιλοσόφων. Επειδή αποδόθηκαν σ’ αυτόν προθέσεις που είναι τελείως αντίθετες με τη φιλοσοφία του, και ενώ ο Πλάτων διαβάζεται πολύ, ο θησαυρός του Αριστοτέλη από εκατονταετίες ως τη νεότερη εποχή είναι τόσο πολύ άγνωστος, ώστε κυριαρχούν οι πιο λαθεμένες προλήψεις γι’ αυτόν. Τα θεωρητικά λογικά έργα του δεν τα γνωρίζει σχεδόν κανένας· στα φυσικο-ιστορικά του έχει πραγματικά αποδοθεί στη νεότερη
εποχή μεγαλύτερη δικαιοσύνη, αλλά όχι και για τις φιλοσοφικές του απόψεις».

Σύντροφοι, Δεν ξαναγυρίσαμε στον Αριστοτέλη από αρχαιοδιφική περιέργεια ούτε γιατί πιστεύουμε, όπως εκείνος και οι προγονόπληχτοι αστοί θεωρητικοί ότι «η ανασυγκρότηση της ανθρώπινης γνώσεως πραγματώνεται πολύ συχνά υπό τη μορφή επαναλήψεως... και δεν πρέπει να μας φοβίζει η επάνοδος στις παλαιές και
πατροπαράδοτες δοξασίες», (Κ.Δ. Γεωργούλη: Αριστοτέλης και Καντ, σελ. 80, περιοδικού Ελληνική Δημιουργία», 1952).

Γυρίσαμε, γιατί πιστεύουμε ότι: «Το ζήτημα ενός ορθού φιλοσοφικού δόγματος, δηλαδή, μιας ορθής μεθόδου σκέψης, είναι αποφασιστικής σημασίας για το επαναστατικό Κόμμα, ακριβώς όπως ένα καλό μηχανουργικό τμήμα είναι αποφασιστικής σημασίας για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι, όμως, απόλυτα αδιανόητο, να ανατραπεί η
παλιά κοινωνία και να ανοικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι σύγχρονες μέθοδες», (Λ. Τρότσκι: Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού).



άλλα θεωρητικά άρθρα:


Λένιν: Κράτος & Επανάσταση (αποσπάσματα από την Πείρα των Ετών 1848-51 και θεμέλειώδη ζητήματα περί κράτους)

Καρλ Μαρξ:"Η «Θαυματουργή» Δύναμη του Χρήματος (μέσα από Goethe & Shakespeare)

Ernst Bloch: Ο Μαρξ και η Επανάσταση

ΣΤ: Τέλεια γλώσσα & Διαλεκτικός Υλισμός 

Β. Ι. Λένιν Για τη Σημασία του Μαχόμενου Υλισμού

Peter Jeffries : για την θεωρία και την πράξη και την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος 

Λ. Τρότσκυ : Η Αναγκαιότητα για τη Διαλεκτική Μέθοδο

Τζέιμς Κάνον : Το Πρόγραμμα του Τροτσκισμού* 

Σάββας Μιχαήλ : Από τον Μαϊμονίδη στο γονιδίωμα

Σάββα Μιχαήλ: Ιουδαϊσμός ή Σιωνισμός;

ΣΤ: Φιλοσοφοι & βουληση

Corin Redgrave : Υλισμός & Κβαντομηχανική

ΛΕΩΝ ΤΡΟΤΣΚΙ: η Καμπύλη της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης

Θώδωρος Μεγαλοοικονόμου : «Κόφτης» αντί για απάντηση στα χρόνια προβλήματα της ειδικής αγωγής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Metamarxism (μέρος 2ο), η Σύνοψη: Οι Αναλλοίωτες και μια μεγάλη προσθήκη

Ο Gregor Markowitz ζει!!!

Metamarxism (μέρος 1ο): ένα ακόμα Λευκό σε Λευκό