Χρήστος Κεφαλής - Η υλιστική διαλεκτική και η επανάσταση στις φυσικές επιστήμες
από Μαρξιστική Σκέψη
Η περίοδος της κλασικής φυσικής διαρκεί
χοντρικά από το 16ο ως το 19ο αιώνα. Ο μαρξισμός εμφανίζεται προς το
τέλος της, καθώς ολοκληρώνεται η επεξεργασία των διαφόρων κλασικών
κλάδων (μηχανική θεωρία, ηλεκτρομαγνητισμός, θερμοδυναμική). Η
επανάσταση στις φυσικές επιστήμες ξεκινά το 1905 με την ειδική
σχετικότητα του Αϊνστάιν, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση της πρώτης
φάσης του μαρξισμού, με το έργο των θεμελιωτών του, των Μαρξ και
Ένγκελς. Η έναρξή της συμπίπτει σχεδόν χρονικά με την αρχή μιας νέας
φάσης του μαρξισμού που εκπληρώνει ο Λένιν. Ωστόσο, ενώ η επαναστατική
πρόοδος των φυσικών επιστημών συνεχίζεται αμείωτα ως τον 21ο αιώνα, με
διαρκείς ανατροπές και ένα πλήθος επιφανών εκπροσώπων, η πορεία του
μαρξισμού δεν θα είναι ανάλογη. Μετά το θάνατο του Λένιν, οι κορυφαίοι
εκπρόσωποι του μαρξισμού μετριούνται στα δάκτυλα ενός χεριού: Τρότσκι,
Μπουχάριν, Γκράμσι, Λούκατς. Μετά τον Λούκατς δεν θα εμφανιστεί κάποιος
μαρξιστής ανάλογης εμβέλειας, ενώ με τη διάλυση της ΕΣΣΔ ο μαρξισμός
πέφτει σε ανυποληψία, από την οποία θα τον βγάλει μόνο η τωρινή
παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού.
Από την άλλη μεριά, η ίδια η σχέση του μαρξισμού με τις φυσικές επιστήμες περνά από διακυμάνσεις. Οι Μαρξ και Ένγκελς χαιρετίζουν το έργο του Δαρβίνου ως μια επιβεβαίωση της ιστορικοϋλιστικής αντίληψης. Οι Ένγκελς και Λένιν παρακολουθούν στενά τις φυσικές επιστήμες του καιρού τους, συνεισφέροντας σημαντικά έργα, όπως η Διαλεκτική της Φύσης (Ένγκελς, 1873-1886) και ο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (Λένιν, 1908). Αν και όχι χωρίς απλοϊκότητες και λάθη, συνολικά ο μαρξισμός συμβάδιζε τότε με τις προόδους της φυσικής επιστήμης, τις οποίες ενσωμάτωνε με επάρκεια. Αυτή η ανταπόκριση σπάει στο επόμενο στάδιο, κυρίως λόγω της ρήξης με τις διαλεκτικές ρίζες του μαρξισμού στον Χέγκελ και την κλασική αστική φιλοσοφία, που επιφέρει ο σταλινικός δογματισμός. Ενώ αυτές οι ρίζες διατηρούνται ζωντανές από επιφανείς μαρξιστές όπως οι Γκράμσι και Λούκατς, η από μέρους τους ανάπτυξη του μαρξισμού κατευθύνεται κυρίως σε άλλα πεδία, όπως η φιλοσοφία και η κουλτούρα, παρά στις φυσικές επιστήμες. Οι αξιόλογοι μαρξιστές φιλόσοφοι της επιστήμης που εντάσσονται στη διαλεκτική παράδοση, όπως οι Κόντγουελ, Ρόζενφελντ, Ομελιανόβσκι, Χάβεμαν, κ.ά., στέκουν πιο χαμηλά και, παρά την αξιόλογη συνεισφορά τους, δεν κατορθώνουν να επεξεργαστούν με πληρότητα το πεδίο. Είναι άλλωστε μειοψηφία, ενώ το κύριο ρεύμα ακολουθεί τη δογματική τάση. Βέβαια, στην καθυστέρηση του μαρξισμού συντελούν ευρύτεροι παράγοντες, όπως η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό του και η ελλιπής αποσαφήνιση του περιεχόμενου των νέων φυσικών θεωριών, η επεξεργασία των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σήμερα, ακόμη και μια πρόχειρη ματιά στα επιστημονικά ορόσημα του 20ού αιώνα οδηγεί σε ορισμένα καίρια ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην κλασική και τη σύγχρονη φυσική; Ποιες καινοτομίες εισάγει η τελευταία στη θεώρησή μας για τη φύση; Είναι αυτές διαλεκτικού χαρακτήρα και αν ναι πώς αποσαφηνίζουν τη διαλεκτική της φύσης και τη συγκεκριμενοποιούν; Τι συνέπειες έχουν οι επιστημονικές επαναστάσεις για το μαρξισμό και τις προγενέστερες διαλεκτικές φιλοσοφίες, τι επιβεβαιώνουν και ποιες αλλαγές επιφέρουν στις βασικές τους υποθέσεις; Πώς συνέλαβαν ή παρανόησαν οι μαρξιστές τις συνέπειες αυτές; Τι μπορεί να συνεισφέρει η φυσικοεπιστημονική επανάσταση στο μαρξισμό και τι ο μαρξισμός στην κατανόηση και φιλοσοφική συστηματοποίηση της φυσικής επιστήμης;
Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε συνοπτικά με τα παραπάνω ερωτήματα. Πριν από αυτό, ωστόσο, θα χρειαστεί να πούμε πρώτα δυο λόγια για την υλιστική διαλεκτική.
Από την άλλη μεριά, η ίδια η σχέση του μαρξισμού με τις φυσικές επιστήμες περνά από διακυμάνσεις. Οι Μαρξ και Ένγκελς χαιρετίζουν το έργο του Δαρβίνου ως μια επιβεβαίωση της ιστορικοϋλιστικής αντίληψης. Οι Ένγκελς και Λένιν παρακολουθούν στενά τις φυσικές επιστήμες του καιρού τους, συνεισφέροντας σημαντικά έργα, όπως η Διαλεκτική της Φύσης (Ένγκελς, 1873-1886) και ο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (Λένιν, 1908). Αν και όχι χωρίς απλοϊκότητες και λάθη, συνολικά ο μαρξισμός συμβάδιζε τότε με τις προόδους της φυσικής επιστήμης, τις οποίες ενσωμάτωνε με επάρκεια. Αυτή η ανταπόκριση σπάει στο επόμενο στάδιο, κυρίως λόγω της ρήξης με τις διαλεκτικές ρίζες του μαρξισμού στον Χέγκελ και την κλασική αστική φιλοσοφία, που επιφέρει ο σταλινικός δογματισμός. Ενώ αυτές οι ρίζες διατηρούνται ζωντανές από επιφανείς μαρξιστές όπως οι Γκράμσι και Λούκατς, η από μέρους τους ανάπτυξη του μαρξισμού κατευθύνεται κυρίως σε άλλα πεδία, όπως η φιλοσοφία και η κουλτούρα, παρά στις φυσικές επιστήμες. Οι αξιόλογοι μαρξιστές φιλόσοφοι της επιστήμης που εντάσσονται στη διαλεκτική παράδοση, όπως οι Κόντγουελ, Ρόζενφελντ, Ομελιανόβσκι, Χάβεμαν, κ.ά., στέκουν πιο χαμηλά και, παρά την αξιόλογη συνεισφορά τους, δεν κατορθώνουν να επεξεργαστούν με πληρότητα το πεδίο. Είναι άλλωστε μειοψηφία, ενώ το κύριο ρεύμα ακολουθεί τη δογματική τάση. Βέβαια, στην καθυστέρηση του μαρξισμού συντελούν ευρύτεροι παράγοντες, όπως η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό του και η ελλιπής αποσαφήνιση του περιεχόμενου των νέων φυσικών θεωριών, η επεξεργασία των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σήμερα, ακόμη και μια πρόχειρη ματιά στα επιστημονικά ορόσημα του 20ού αιώνα οδηγεί σε ορισμένα καίρια ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην κλασική και τη σύγχρονη φυσική; Ποιες καινοτομίες εισάγει η τελευταία στη θεώρησή μας για τη φύση; Είναι αυτές διαλεκτικού χαρακτήρα και αν ναι πώς αποσαφηνίζουν τη διαλεκτική της φύσης και τη συγκεκριμενοποιούν; Τι συνέπειες έχουν οι επιστημονικές επαναστάσεις για το μαρξισμό και τις προγενέστερες διαλεκτικές φιλοσοφίες, τι επιβεβαιώνουν και ποιες αλλαγές επιφέρουν στις βασικές τους υποθέσεις; Πώς συνέλαβαν ή παρανόησαν οι μαρξιστές τις συνέπειες αυτές; Τι μπορεί να συνεισφέρει η φυσικοεπιστημονική επανάσταση στο μαρξισμό και τι ο μαρξισμός στην κατανόηση και φιλοσοφική συστηματοποίηση της φυσικής επιστήμης;
Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε συνοπτικά με τα παραπάνω ερωτήματα. Πριν από αυτό, ωστόσο, θα χρειαστεί να πούμε πρώτα δυο λόγια για την υλιστική διαλεκτική.
1. Η διαλεκτική φιλοσοφία
Η ανακάλυψη και η επεξεργασία της διαλεκτικής δεν αποτελεί προνόμιο του μαρξισμού. Η διαλεκτική φιλοσοφία βασίζεται στη γενίκευση μερικών εύλογων υποθέσεων που υποβάλλει η καθημερινή εμπειρία. Η θεμελιώδης ιδέα της, η συνύπαρξη και σύγκρουση αντιθετικών όψεων και τάσεων στα φαινόμενα της φύσης, είναι μια παραδοχή στην οποία ωθούνταν οι άνθρωποι από αρχαιοτάτων χρόνων παρατηρώντας τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, της μέρας και της νύχτας, των εποχών, κοκ. Αυτό οδηγούσε παραπέρα στις έννοιες της εξέλιξης και της αρμονίας, που προκύπτουν μέσα από τον αγώνα των αντιθέτων. Όχι τυχαία, λοιπόν, οι έννοιες και τα προβλήματα της διαλεκτικής απασχόλησαν τους πιο προωθημένους στοχαστές όλων των εποχών.
Διαλεκτικά στοιχεία βρίσκουμε στις φιλοσοφίες της Ανατολής, όπου όμως νοθεύονταν από το μυστικισμό και την παθητική ιδεολογία των καστικών συστημάτων. Μόνο στην αρχαία Ελλάδα έγινε δυνατή η τοποθέτηση των προβλημάτων της διαλεκτικής σε μια στέρεα ορθολογική βάση. Ήδη η αντιπαράθεση ανάμεσα στα άτομα του Δημόκριτου και το πυρ του Ηρακλείτου ήταν η πρώτη εκδοχή της αντίθεσης μάζας και ενέργειας. Ο Ηράκλειτος με το φημισμένο του «Τα πάντα ρει» και τη θεώρησή του του κόσμου ως «αιώνιας ζωντανής φωτιάς» έδινε έμφαση στην καθολικότητα της αλλαγής, ενώ ο Δημόκριτος με τα αδιαίρετα άτομά του και το κενό ανέδειξε τη σταθερότητα και την αποκρυστάλλωση. Η επικούρεια φιλοσοφία, προικίζοντας τα άτομα με καμπύλη κίνηση, υποδήλωνε μια συνθετική προσέγγιση συγγενή προς το πνεύμα της σύγχρονης φυσικής. Η φιλοσοφική διαμάχη ανάμεσα στον υλισμό του Δημόκριτου και τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα αφορούσε ουσιαστικά ένα διαλεκτικό πρόβλημα, το πού θα αποδοθούν τα πρωτεία στη διαπραγμάτευση της αντίθεσης ανάμεσα στο είναι και τη νόηση, την ύλη και το πνεύμα. Η διαμάχη αυτή καθόρισε τη βασική σύγκρουση σε όλη τη μετέπειτα ιστορία της φιλοσοφίας.
Από την αρχαιότητα ως το 19ο αιώνα, όταν οι κυρίαρχες τάξεις οργάνωναν τον πολιτισμό, η διαλεκτική αναπτύχθηκε κυρίως από ιδεαλιστές φιλοσόφους. Ήδη με το Σωκράτη και τον Πλάτωνα αντιμετωπίζεται ως μέθοδος επιχειρηματολογίας και λογική, η οποία μας οδηγεί στην αυθεντική γνώση της πραγματικότητας. Βέβαια, στην ιδεαλιστική δια- λεκτική του Πλάτωνα αποδίδεται προτεραιότητα στην κίνηση των ιδεών, εισάγονται όμως οι διαλεκτικά αντιθετικές έννοιες, όπως είναι και γίγνεσθαι, ενότητα και πολλαπλότητα, κ.ά., ως βάση για τη θεωρία της γνώσης. Στον Αριστοτέλη αυτό ανυψώθηκε στην παραδοχή μιας ενύπαρκτης δυναμικότητας και αρχής κίνησης σε κάθε αντικείμενο. Μια παρόμοια πορεία ακολούθησαν οι μεγάλοι στοχαστές της αστικής ανόδου. Εδώ προηγήθηκε ο υλιστικός διαλεκτικός στοχασμός του Σπινόζα, με την αναγνώριση της αυτενεργού και αυτοκινούμενης ουσίας, για να ακολουθήσει η ιδεαλιστική στροφή του Λάιμπνιτς και των εκπροσώπων της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, Καντ, Φίχτε και Χέγκελ. Κάτω από το διαλεκτικό ιδεαλισμό συγκαλυπτόταν όμως μια βαθύτερη υλιστική τάση, την οποία αναγνώρισαν και ανέδειξαν οι κλασικοί του μαρξισμού.
Ο μαρξισμός αγκάλιασε και τις δυο όψεις της διαλεκτικής, αντιμετωπίζοντάς την τόσο σαν αρχή της φυσικής εξέλιξης όσο και σαν μέθοδο και λογική, που απορρέει από τα ίδια τα πράγματα. Τόνισε, ωστόσο, την αμετακίνητη πρωταρχικότητα του αντικειμενικού κόσμου. Έτσι, σύμφωνα με τους θεμελιωτές του, η διαλεκτική εξέλιξη δεν αφορά μόνο την εξέλιξη της σκέψης, που μυστικοποιημένα είχαν εξετάσει οι μεγάλοι ιδεαλιστές, αλλά πρώτα και κύρια την κίνηση της κοινωνίας, που βασίζεται στις οικονομικές αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις. Και η κοινωνική διαλεκτική με τη σειρά της δεν είναι παρά μια περίπτωση των υφιστάμενων διαλεκτικών διαδικασιών σε όλα τα επίπεδα της φύσης. Έτσι η ανθρώπινη διάνοια δεν κάνει άλλο παρά να ερευνά και να ανακαλύπτει τις ενύπαρκτες διαλεκτικές κανονικότητες της φύσης, αντί να τις υπαγορεύει σε αυτήν ή να τις ανάγει σε μια πιο ευγενή, εξωκοσμική «θεία» αρχή, όπως νόμιζαν οι ιδεαλιστές. Αυτή η διερεύνηση προχωρά μέσα από μια διαδικασία όπου η χωριστή πραγμάτευση των αντιθέτων και η διαδοχική απόδοση των πρωτείων στον ένα πόλο της αντίθεσης οδηγεί τελικά στην αναγνώριση της ενότητάς τους και στην παροχή μιας σύνθεσης, στην οποία, χωρίς να διαγράφεται, το πρόβλημα της προτεραιότητας αναγνωρίζεται ως σχετικό.
Το ότι η διαλεκτική αναπτύχθηκε συχνά –αν και όχι πάντα– από ιδεαλιστές φιλοσόφους, συνετέλεσε στο να της αποδοθεί από τους κριτικούς της η μομφή ότι είναι ένα είδος θεολογίας ή μυστικισμού. Αυτές οι κατηγορίες ήταν ψευδείς και συχνά κακόβουλες, χρησιμεύοντας στους απολογητές των κυρίαρχων τάξεων ως άλλοθι για να απαρνηθούν την εξέλιξη και να δώσουν μια άνευ όρων, μεταφυσική νομιμοποίηση στην παρωχημένη κοινωνική τάξη. Είχαν όμως μια βάση στο ότι εντόπιζαν πραγματικές ατέλειες και κενά, τα οποία συνδέονταν με την αρχικά αναπόφευκτη ιδεαλιστική αφετηρία σύλληψης της διαλεκτικής, ενώ η διαλεκτική σκέψη ως τέτοια ήταν πάντα αντιμεταφυσική και αντιθεολογική. Το τελευταίο αληθεύει όχι μόνο για το μαρξισμό, αλλά για όλη την αυθεντική διαλεκτική παράδοση, και είναι εδώ που ο μαρξισμός και η προγενέστερη διαλεκτική σκέψη συναντούν το πνεύμα της σύγχρονης φυσικής.
Τι κοινό, όμως, μπορεί να έχουν η σύγχρονη φυσική επιστήμη με τη μαρξιστική διαλεκτική και τη γερμανική κλασική φιλοσοφία; Δεν είναι, κατόπιν όλων, άσχετα μεταξύ τους πράγματα, καρπός εξελίξεων σε πολύ διαφορετικούς τομείς και εποχές της ανθρώπινης δραστηριότητας;
Μια τέτοια αντίρρηση παραγνωρίζει την ενότητα της ιστορικής κίνησης της ανθρωπότητας. Σε κάθε εποχή η ανθρωπότητα θέτει στον εαυτό της καθήκοντα που μπορεί να λύσει και που οι υφιστάμενες παραγωγικές δυνάμεις και η τεχνική επιτρέπουν να λύσει. Αυτό που συμβαίνει σε έναν τομέα της κοινωνικής ζωής δεν είναι άσχετο με αυτό που συμβαίνει σε έναν άλλο, όσο απομακρυσμένοι και αν φαίνονται. Και οι επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες αντιστοιχίζονται τελικά με τις πραγματικές ιστορικές δυνατότητες και προετοιμάζουν η μια την άλλη. Αν οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του 1917 συμπίπτουν σχεδόν χρονικά με τη διατύπωση της ειδικής και της γενικής σχετικότητας από τον Αϊνστάιν, θα ήταν λάθος να δει κανείς σε αυτό κάτι τυχαίο και περιστασιακό. Στην πραγματικότητα, πρόκειται εδώ για μια αντανάκλαση του γεγονότος ότι η εποχή μας είναι εποχή μετάβασης της ανθρωπότητας στο σοσιαλισμό και ταυτόχρονα εποχή όπου η επιστήμη και η τεχνολογία παρέχουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα μιας ολοκληρωμένης γνώσης και κυριάρχησης της φύσης από τον άνθρωπο.
Σε αυτή τη συνάφεια ο διαφωτισμός και ο κλασικός ιδεαλισμός του 18ου αιώνα, η θεμελίωση του μαρξισμού στο 19ο αιώνα και η επιστημονική επανάσταση του 20ού αιώνα, εμφανίζονται ως διαδοχικές, αλληλένδετες στιγμές στην πορεία της επιστημονικής γνώσης και κατάκτησης της φύσης. Ήδη η διαλεκτική φιλοσοφία, ξεκινώντας με τον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, έκανε σημαντικά βήματα πέρα από τις έννοιες της κλασικής φυσικής που διαμορφωνόταν στην ίδια περίοδο. Ο Ντεκάρτ και ο Λάιμπνιτς, ενώ συνεισέφεραν ουσιαστικά στις φυσικές επιστήμες του καιρού τους, στη φιλοσοφία τους εντόπισαν τους περιορισμούς τους, όπως η αναγνώριση του κενού χώρου (κάτι που είχε κάνει επίσης στην Αρχαιότητα ο Αριστοτέλης) και διατύπωσαν διαλεκτικές ιδέες για τη φύση. Ο Καντ συνένωσε και εξύψωσε αυτές τις τάσεις σε ένα νέο επίπεδο, προκαταλαμβάνοντας στη φυσική φιλοσοφία του πολλές καινοτομίες της σχετικότητας όπως η ενότητα του χώρου και του χρόνου, ενώ διατύπωσε το σύγχρονο πρόγραμμα της ενοποίησης των φυσικών δυνάμεων. Ο Φίχτε εισήγαγε στο νεότερο διαλεκτικό στοχασμό τη διαλεκτική της μάζας και της ενέργειας και τη διαλεκτική κίνηση μέσα από τις αντιθέσεις, ενώ στον Χέγκελ, πέρα από τη θεμελιώδη έννοια της αντίφασης - ενότητας των αντιθέτων και τη συστηματική επεξεργασία μιας διαλεκτικής λογικής, θα βρούμε τη θεμελιώδη έννοια του κβάντου. Ο μαρξισμός, ξεκινώντας από το έργο του ίδιου του Μαρξ, τοποθέτησε αυτά τα επιτεύγματα σε υλιστική βάση, αναγνωρίζοντας την καθολική ιστορικότητα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης. Οι έννοιες της ισοδυναμίας της μάζας και της ενέργειας, της ύλης και της κίνησης, που καθιέρωσε η σχετικότητα, ενυπάρχουν στις φιλοσοφικές απόψεις του Ένγκελς και του Λένιν, όπως και η κεντρική στη σύγχρονη φυσική αντίληψη για την καθολική αλληλεπίδραση.
Το να βλέπουμε στα μεγάλα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα και τα κοινωνικά γεγονότα εξελίξεις ασύνδετες ή ξένες μεταξύ τους στερείται, λοιπόν, βάσης. Οι φαινομενικά ακατανόητες και παράξενες ιδέες της σύγχρονης φυσικής δεν έπεσαν από τον ουρανό. Τις προετοίμασαν οι προηγούμενες διαλεκτικές φιλοσοφικές αναζητήσεις και η υλική οικονομική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η επιστημονική επανάσταση του 20ού αιώνα τροποποιεί και εμπλουτίζει θεαματικά τις διαλεκτικές έννοιες, κάνοντας δυνατή και αναγκαία μια ριζική ανανέωση της διαλεκτικής κοσμοθεώρησης.
2. Το πρόβλημα της διαλεκτικής αντίφασης
Από τα προβλήματα της διαλεκτικής, θα σταθούμε εδώ συνοπτικά στο πρόβλημα της αντίφασης. Είναι το κεντρικό και πιο δύσκολο ζήτημα της διαλεκτικής φιλοσοφίας και εκείνο που βάζει πιο επιτακτικά η επανάσταση στις φυσικές επιστήμες.
Ο Λένιν όριζε τη διαλεκτική ως μελέτη της αντίφασης μέσα στην ουσία των πραγμάτων. Υπέδειχνε ότι η αντίφαση συνίσταται στην «ενότητα των αντιθέσεων», την «αναγνώριση… των αντιφατικών, αλληλοαποκλειόμενων, αντίθετων τάσεων σε όλα τα φαινόμενα και τα προτσές της φύσης (συμπεριλαμβανομένων και του πνεύματος και της κοινωνίας)»1. Βέβαια, η κεντρικότητα της έννοιας της αντίφασης στη διαλεκτική είχε συλληφθεί και εξακριβωθεί ήδη από τους διαλεκτικούς ιδεαλιστές. Ο Χέγκελ υπογράμμιζε αδιάλειπτα ότι η κίνηση μπορεί να αποδοθεί ικανοποιητικά μόνο ως μια αντίφαση, ένα ταυτόχρονο είναι και μη είναι σε μια ορισμένη θέση. Επέμενε ότι «η αντίφαση είναι η ίδια η κινητήρια αρχή του κόσμου» και «δεν υπάρχει απολύτως τίποτα στο οποίο δεν μπορούμε και δεν πρέπει να υποδεικνύουμε αντιφάσεις ή αντίθετες ιδιότητες»2. Ακόμη και ο Πλάτων είχε μια αρκετά ακριβή αντίληψη της διαλεκτικής αντίφασης. Στα Φιλοσοφικά Τετράδιά του ο Λένιν παραθέτει από τον Χέγκελ ένα βασικό ορισμό του Πλάτωνα: «Το δύσκολο και το αληθινό συνίσταται στο να δείξουμε ότι αυτό που είναι άλλο, είναι ένα και το αυτό – και αυτό που είναι ένα και το αυτό, είναι άλλο, και ακριβώς σε μια και την αυτή σχέση»3.
Στην ουσία της, η διαλεκτική αντίφαση δηλώνει κάτι εντελώς πραγματικό και προσιτό στην ανθρώπινη διάνοια, ότι οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που παρατηρούμε στη φύση δεν είναι μόνο εξωτερικές, ανάμεσα στα πράγματα, τις καταστάσεις τους, κ.λπ., αλλά και εσωτερικές στο κάθε πράγμα. Το κάθε τι περιέχει το αντίθετό του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Ωστόσο, η ολόπλευρη σύλληψη και επεξεργασία του περιεχομένου της αντίφασης αποτελεί αναμφίβολα ένα σύνθετο έργο, καθώς περιέχει μια ποικιλία γνωρισμάτων και αποχρώσεων από τα οποία απορρέει ο πλούτος της πραγματικότητας.
Από αυτή τη δυσκολία πιάνονται οι πολέμιοι της διαλεκτικής, που εξανίστανται απέναντι σε τέτοιους ορισμούς. Τους θεωρούν μια άρνηση της λογικής συνέπειας, επειδή παραβιάζουν την οικεία από την τυπική λογική αρχή της ταυτότητας, Α=Α, την πρόταση ότι κάθε τι είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του και συνεπώς δεν μπορεί να περιέχει αντιθετικά γνωρίσματα. Κατά την άποψή τους, η διαλεκτική, και ιδιαίτερα η έννοια της ενότητας των αντιθέτων, δεν είναι παρά ένα διανοητικό τρικ για να βεβαιώνουμε παράλογα πράγματα, όπως ότι το ίδιο αντικείμενο μπορεί να είναι ταυτόχρονα στη γη και το φεγγάρι ή ότι το βραστό νερό είναι το ίδιο με τον πάγο. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις αυτές
χάνουν το στόχο, φανερώνοντας μόνο την ακατανοησία και επιπολαιότητα των κριτικών.
Ένα απλό παράδειγμα θα βοηθήσει να ξεκαθαρίσουμε το θέμα. Το νερό και ο υπερκείμενός του αέρας σε ένα δοχείο, είναι δυο αντίθετα. Αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες καταστάσεις της ύλης, υγρή και αέρια, που εκ πρώτης όψης φαντάζουν ξένες μεταξύ τους. Εάν αρκεστούμε στο άμεσα προφανές θα έπρεπε να πούμε ότι και τα δυο είναι ταυτόσημα με τον εαυτό τους, το νερό είναι νερό και ο αέρας είναι αέρας, Α = Α και Β = Β, χωρίς τίποτα κοινό μεταξύ τους. Αυτό είναι το θεμελιώδες δόγμα της τυπικής λογικής. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση αποδεικνύει ότι δεν είναι έτσι. Το νερό περιέχει διαλυμένα μόρια αέρα, ενώ και ο αέρας περιέχει νερό με μορφή υδρατμών, που διαφεύγουν από το νερό. Η δε επιφάνεια διαχωρισμού τους είναι ταυτόχρονα και επιφάνεια επαφής τους, από την οποία τα μόρια του ενός εισδύουν στο άλλο. Με μια έννοια λοιπόν ισχύει επίσης ότι Α = Β και Β = Α, αφού ο αέρας περιέχει το νερό και αντίστροφα: αυτό ακριβώς δηλώνει η διαλεκτική αντίφαση.
Το παράδειγμά μας καταδείχνει ένα θεμελιώδες γνώρισμα της αντίφασης που βρήκε κατάλληλη αναγνώριση μόνο στην υλιστική διαλεκτική, δηλαδή την ανισότητά της. Η αντίθεση είναι ενότητα των αντιθέτων, όπου όμως η αντίθεση είναι γενικά πιο ισχυρή από την ενότητα. Το νερό μπορεί να περιέχει το αντίθετό του, αλλά κατά κανόνα διατηρεί την ταυτότητά του, είναι πρώτα και κύρια νερό, Α, και δευτερευόντως αέρας, Β (αντίστοιχα ισχύουν για τον αέρα). Τα αντίθετα είναι σαφώς, αλλά όχι απόλυτα διαχωρισμένα: η ενδιάμεση επιφάνειά τους κυρίως τα διαχωρίζει επιτρέποντας τη διαφυγή του ενός στο άλλο πολύ περιορισμένα. Μόνο σε ειδικές συνθήκες, όπως όταν το νερό βράζει, δηλαδή υπάρχει η αλματική μετατροπή των αντιθέτων, τα όρια διαχωρισμού τους θολώνουν ή και χάνονται πλήρως και τότε δεν μπορούμε να τα διακρίνουμε σαφώς. Αυτό εξηγεί τα πλατιά όρια ισχύος της τυπικολογικής αρχής της ταυτότητας, Α=Α, αφού συχνά το Β που υπάρχει μέσα στο Α μπορεί να αγνοηθεί. Από την άλλη μεριά, χωρίς την εμβρυακή έστω παρουσία και πέρασμα του ενός αντιθέτου στο άλλο, το κάθε τι θα ήταν παγιωμένο και η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη θα αποδεικνυόταν αδύνατη.
Η πρόταση ότι η αντίθεση είναι πιο ισχυρή από την ενότητα συνδέεται άρρηκτα με τον υλιστικό χαρακτήρα της μαρξιστικής διαλεκτικής. Αν η αντίθεση είναι πιο ισχυρή, η πάλη των αντιθέτων και η κίνηση θα συνεχίζονται ακατάπαυστα, με την εξέλιξη να προχωρά από μόνη της, χωρίς ανάγκη για μια εξωτερική, θεία παρέμβαση. Μια απόρροιά της αποτελούν η ασυνέχεια, οι ποιοτικοί μετασχηματισμοί και τα άλματα. Αν, από την άλλη, η ενότητα είναι πιο ισχυρή, κάποια στιγμή θα εγκαθιδρυόταν αναπόφευκτα μια στατική ισορροπία και η κίνηση θα κατέπαυε. Κάτι τέτοιο θα έκανε αναγκαία την παραδοχή του Θεού, ως «πρώτου κινούντος», σε μια εκδοχή της ιδεαλιστικής διαλεκτικής. Ωστόσο, ενώ η αντίθεση είναι πιο ισχυρή, η ουσία της γνωστικής διαδικασίας έγκειται στην αναγνώριση της ενότητας των αντιθέτων, επειδή εκεί παρουσιάζεται η ολότητα του πραγματικού και γίνεται δυνατή η συνολική γνώση. Το λάθος του διαλεκτικού ιδεαλισμού του Χέγκελ ήταν ότι μετέθετε στην ύπαρξη αυτή την υπεροχή του στοιχείου της ενότητας στη γνωστική διαδικασία.
Στο άρθρο του «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής» ο Λένιν αναπτύσσει πυκνά τα παραπάνω σημεία:
«Η διχοτόμηση του ενιαίου και η γνώση των αντιφατικών μερών του [είναι]… η ουσία της διαλεκτικής… Όρος της γνώσης όλων των προτσές του κόσμου στην “αυτοκίνησή” τους, στην αυθόρμητη ανάπτυξή τους, στην έντονη ζωή τους είναι η γνώση τους σαν ενότητας αντιθέσεων… Η ταυτότητα των αντιθέσεων… είναι η αναγνώριση (η ανακάλυψη) των αντιφατικών, αλληλοαποκλειόμενων, αντίθετων τάσεων σε όλα τα φαινόμενα και τα προτσές της φύσης (συμπεριλαμβανόμενης της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης)… Η ενότητα (η σύμπτωση, ταυτότητα, συνισταμένη) των αντιθέσεων είναι συμβατική, προσωρινή, παροδική, σχετική. Η πάλη των αλληλοαποκλειόμενων αντιθέσεων είναι απόλυτη, όπως απόλυτη είναι η ανάπτυξη, η κίνηση». Κατά τον Λένιν, μόνο αυτή η αντίληψη της κίνησης «σαν ενότητα των αντιθέσεων… δίνει το κλειδί για την “αυτοκίνηση” όλου του είναι. Μόνο αυτή είναι το κλειδί για τα “άλματα”, για τη “διακοπή του βαθμιαίου”, για τη “μετατροπή στο αντίθετο”, για την καταστροφή του παλιού και τη γένεση του καινούργιου»4.
Η διαλεκτική αντιφατικότητα δίνει στην εξέλιξη μια καθορισμένη, δυναμική μορφή, που προχωρά από το σπάσιμο της ενότητας στην αποκάλυψη των αντιθέτων, τη διαφοροποίηση, τη σύγκρουση και την αλματική αποκατάσταση της ενότητας (σύνθεση) σε ένα ανώτερο επίπεδο. Αυτός ο διαλεκτικός τύπος της εξέλιξης, που τον χρωστάμε στον Χέγκελ, διατυπώνεται από τον Μαρξ αναφορικά με την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας στην αστική κοινωνία ήδη το 1844, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα:
«Κεφάλαιο και εργασία είναι στην αρχή ακόμα ενωμένα. Στη συνέχεια, μολονότι διαχωρίστηκαν και αποξενώθηκαν, αναπτύσσονται σε αμοιβαία βάση και το ένα προωθεί το άλλο ως θετική του συνθήκη… Τα δυο μέρη σε αντίθεση, σε αμοιβαίο αποκλεισμό του ενός από το άλλο… Αντίθεση του καθενός προς τον εαυτό του. Κεφάλαιο = εναποθηκευμένη εργασία = εργασία… Η εργασία ως μια στιγμή του κεφαλαίου, οι δαπάνες του… Σύγκρουση των αμοιβαίων αντιφάσεων»5.
Στο ίδιο έργο, ο Μαρξ εξήγαγε από τις παραπάνω υποθέσεις την ιδέα για την καθολική ιστορικότητα όλων των επιπέδων και οντοτήτων της φύσης, που περνούν από μια διαδικασία ανάδυσης και ανάπτυξης μέσα από αντιφάσεις. Πρόβλεψε ότι όλες οι επιστήμες θα ενοποιηθούν μελλοντικά σε μια επιστήμη, την επιστήμη της καθολικής ιστορίας6.
Ας συνοψίσουμε τα παραπάνω σε μερικές βασικές προτάσεις:
1. Η ενότητα, με την έννοια της ταύτισης, των αντιθέτων, εμφανίζεται μόνο συμβατικά, μέσα σε στενές, ειδικές συνθήκες.
2. Έξω από αυτές τις συνθήκες, τα αντίθετα διαχωρίζονται ξεκάθαρα αλλά όχι απόλυτα, έτσι ώστε το ένα διατηρεί κάτι από το άλλο.
3. Η διαπάλη ανάμεσα στα αντίθετα, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, είναι η πηγή της εξέλιξης. Η διαλεκτική εξέλιξη προχωρά από το χωρισμό του ενιαίου, στη διαφοροποίηση, την πάλη και την σύνθεση των αντιθέσεων σε ένα ανώτερο επίπεδο, περιλαμβάνοντας ως στιγμές την αλληλοδιείσδυση και την αμοιβαία μετατροπή των αντιθέτων, τις αλματικές και απότομες αλλαγές. Σε κάθε επίπεδο της φύσης εγκαθιδρύεται έτσι μια σύμφυτη ιστορικότητα.
4. Η γνωστική διαδικασία συνίσταται στην αναγνώριση των στοιχείων ενότητας των αντιθέσεων σε κάθε κατάσταση.
ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ
1. Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 29, σελ. 316-317.
2. The Logic of Hegel, Oxford University Press, Λονδίνο 1959, σελ. 223, 169.
3. Λένιν, ό.π., σελ. 253.
4. Ό.π., σελ. 316, 317.
5. Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2012, σελ. 111-112.
6. Στο ίδιο, σελ. 135.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου