Τρότσκυ: Άλλη μια Φορά για τη Φύση της ΕΣΣΔ
Ψυχανάλυση και μαρξισμός
Μερικοί σύντροφοι, ή πρώην σύντροφοι,
όπως ο Μπρούνο
Ρ., ξεχνώντας προγενέστερες συζητήσεις
και αποφάσεις της
Τετάρτης Διεθνούς, επιχειρούν να
ερμηνεύσουν ψυχαναλυτικά την αξιολόγηση
του σοβιετικού κράτους από μένα.
«Εφόσον ο Τρότσκι πήρε μέρος στη
ρωσική επανάσταση, του είναι δύσκολο
ν’ αποχωριστεί την ιδέα του εργατικού
κράτους, δηλαδή ν’ απαρνηθεί το έργο
μιας ολόκληρης ζωής» κ.α. Νομίζω
πως
ο μπάρμπα Φρόυντ, με τη μεγάλη του
οξυδέρκεια, θα
τραβούσε από το αυτί
τέτοιου είδους ψυχαναλυτές. Εγώ,
βέβαια, δεν θ’ αποφάσιζα ποτέ κάτι
τέτοιο. Μολαταύτα, τολμώ
να διαβεβαιώσω
τους επικριτές μου ότι ο υποκειμενισμός
και
ο συναισθηματισμός δεν βρίσκονται
από τη δική μου, αλλά
από τη δική
τους πλευρά.
Η συμπεριφορά της Μόσχας, που ξεπέρασε
κάθε όριο ποταπότητας και κυνισμού,
προκαλεί έντονη αγανάκτηση στον κάθε
επαναστάτη προλετάριο. Η αγανάκτηση
γεννάει την
ανάγκη της αντίστασης.
'Οταν λείπουν οι δυνάμεις για άμεσες
ενέργειες, οι ανυπόμονοι επαναστάτες
έχουν την τάση να καταφεύγουν σε
τεχνητές μεθόδους. Έτσι γεννιέται,
για παράδειγμα, η τακτική της ατομικής
τρομοκρατίας. Συχνότερα οι
άνθρωποι
καταφεύγουν σε σκληρή γλώσσα, σε
βρυσιές και κα τάρες. Στην περίπτωσή
μας μερικοί σύντροφοι, για να
ικανοποιηθούν, τείνουν σαφώς προς
την «τρομοκρατία» των όρων.
Αλλά και από αυτή τη σκοπιά, πάλι
δεν κολλάει πουθενά η
μεταβάπτιση της γραφειοκρατίας σε
τάξη. Αν ο συρφετός του
βοναπαρτισμού αποτελεί τάξη, τότε
αυτό σημαίνει πως δεν εί
ναι μια τυχαία αποβολή, αλλά ένα
βιώσιμο γέννημα της ιστορίας. Αν αυτή
η λαφυραγώγηση και αυτός ο παρασιστισμός
αποτελούν «εκμετάλλευση», με την
επιστημονική έννοια του
όρου, τότε
σημαίνει πως η γραφειοκρατία έχει
μέλλον μπροστά της ως άρχουσα τάξη
απαραίτητη μέσα στο σύστημα της
οικονομίας. Ιδού, πού οδηγεί η
αδημονούσα αγανάκτηση απε λευθερωμένη
από μαρξιστική πειθαρχία!
Αν ένας νευρικός μηχανικός αυτοκινήτου
εξέταζε ένα αυτοκίνητο, με το οποίο,
ας πούμε, γλύτωσαν κάποιοι γκάγκστερ
που τους κυνηγούσε η αστυνομία πάνω
σε άσχημο δρόμο, κι
εύρισκε τσακισμένη
καροσερί, στραβωμένες ρόδες και
μισοκατεστραμένο μοτέρ, θα μπορούσε
εντελώς δικαιολογημένα να πει: «αυτό
δεν είναι αυτοκίνητο, ένας θεός ξέρει
τι είναι!»
Μια τέτοια εκτίμηση δεν θα είχε
επιστημονικό-τεχνικό χαρακτήρα, θα
εξέφραζε όμως τη θεμιτή αγανάκτηση
του μηχανικού για τα όσα έκαναν οι
γκάγκστερ. Ας υποθέσουμε, όμως,
ότι
ο ίδιος αυτός μηχανικός είναι
αναγκασμένος να επιδιορθώσει αυτό
που χαρακτήρισε «ένας θεός ξέρει τι
είναι». Στην περίπτωση αυτή θα
ξεκινήσει από το γεγονός ότι έχει
να κάνει με ένα σμπαραλιασμένο
αυτοκίνητο, θα ξεκαθαρίσει τι έμεινε
γερό και τι είναι χαλασμένο για ν’
αρχίσει να δουλεύει. Με
τον ίδιο
ακριβώς τρόπο ο συνειδητός εργάτης
θα κοιτάξει την
ΕΣΣΔ. θα έχει απόλυτο
δίκαιο να πει πως οι γραφειοκράτες
γκάγκστερ μετέβαλαν το εργατικό
κράτος σε «ένας θεός ξέρει
τι». Όταν,
όμως, μετά το ξέσπασμα αγανάκτησης,
θα καταπιαστεί με την επίλυση του
πολιτικού προβλήματος, θ’
αναγκαστεί
να παραδεχτεί πως έχει μπροστά του
ένα σμπαραλιασμένο εργατικό κράτος,
που έχει μισοκαταστραφεί το οικονομικό
μοτέρ του, αλλά εξακολουθεί να
λειτουργεί και μπορεί να επιδιορθωθεί
ολότελα αν αντικατασταθούν μερικά
τμήματά του. Εννοείται ότι πρόκειται
απλώς για μια σύγκριση,
την οποία
πάντως αξίζει να την προσέξουμε.
Αντεπαναστατικό εργατικό κράτος
Ακούγονται και τέτοιες φωνές: «αν
εξακολουθούμε ν’ αναγνωρίζουμε την
ΕΣΣΔ ως εργατικό κράτος, τότε θα
χρειαστεί
να υιοθετήσουμε μια νέα
κατηγορία: το αντεπαναστατικό εργατικό
κράτος». Το συμπέρασμα αυτό επιχειρεί
να κεντρίσει
τη φαντασία μας,
αντιπαραθέτοντας έναν ορθό προγραμματικό
κανόνα σε μια θλιβερή, ακόμα και
αποτροπιαστική πραγματικότητα. Δεν
βλέπαμε όμως, από το 1923 πώς το
σοβιετικό
κράτος από μέρα σε μέρα
έπαιζε όλο και πιο πολύ αντεπαναστατικό
ρόλο; Ξεχάσαμε μήπως την εμπειρία
της κινέζικης
επανάστασης, τη γενική
απεργία στην Αγγλία το 1926 και, τέλος,
την εντελώς πρόσφατη εμπειρία της
ισπανικής επανάστασης; Έχουμε δύο
εργατικές Διεθνείς πέρα για πέρα
αντεπαναστατικές. Οι επικριτές,
φαίνεται, ξέχασαν αυτήν την «κατηγορία».
Τα συνδικάτα της Γαλλίας, της Μεγάλης
Βρετανίας, των
Ηνωμένων Πολιτειών
και άλλων χωρών υποστηρίζουν πέρα
για πέρα την αντεπαναστατική πολιτική
της αστικής τάξης τους. Αυτό δεν μας
εμποδίζει τα συνδικάτα να τα λέμε
συνδικάτα, να υποστηρίζουμε κάθε
προοδευτικό βήμα τους, να τα
περιφρουρούμε από την αστική τάξη.
Γιατί να μην εφαρμόσουμε την ίδια
μέθοδο και απέναντι σ’ ένα
αντεπαναστατικό εργατικό κράτος; Στο
κάτω-κάτω, εργατικό κράτος είναι μια
συνδικαλιστική ένωση που κατέλαβε
την εξουσία. Η διαφορετική προσέγγιση
των δύο αυτών περιπτώσεων εξηγείται
απλούστατα από το ότι οι συνδικαλιστικές
ενώσεις έχουν μια
μακρά ιστορία και
συνηθίσαμε να τις θεωρούμε πραγματικότητες
και όχι μόνο «κατηγορίες» του
προγράμματός μας. Ενω
το πρώτο εργατικό
κράτος δεν εννοούμε διόλου να μάθουμε
να το βλέπουμε ως υπαρκτό ιστορικό
γεγονός, που δεν εντάσσεται στο
πρόγραμμά μας.
«Ιμπεριαλισμός;»
Μπορεί μήπως ο τωρινός επεκτατισμός
του Κρεμλίνου να
ονομαστεί ιμπεριαλισμός; Πριν απ’
όλα πρέπει να καθορίσουμε ποιο
κοινωνικό περιεχόμενο δίνουμε σ’
αυτόν τον όρο. Η
ιστορία γνώρισε τον
ιμπεριαλισμό του Ρωμαϊκού κράτους,
που
βασιζόταν στη δουλειά των σκλάβων-
τον ιμπεριαλισμό της
φεουδαρχικής
γεοκτησίας- τον ιμπεριαλισμό του
εμπορικού
και βιομηχανικού κεφαλαίου-
τον ιμπεριαλισμό της τσαρικής
μοναρχίας κ.α. Κινητήρια δύναμη της
γραφειοκρατίας της
Μόσχας είναι
αναμφίβολα η τάση να μεγαλώσει την
εξουσία
της, το γόητρό της, τα οφέλη
της. Αυτό είναι το στοιχείο εκείνο
του «ιμπεριαλισμού», με την πιο πλατιά
έννοια, που χαρακτήριζε στο παρελθόν
όλες τις μοναρχίες, τις ολιγαρχίες,
τις
άρχουσες κάστες, διαστρωματώσεις
και τάξεις. Ωστόσο, στη
σύγχρονη
γραμματολογία, την μαρξιστική
τουλάχιστον, όταν
λένε ιμπεριαλισμός
εννοούν την επεκτατική πολιτική τον
χρηματιστικον κεφαλαίου, που έχει
πολύ καθορισμένο οικονομικό
περιεχόμενο.
Το να χρησιμοποιεί κανείς για την
εξωτερική πολιτική του Κρεμλίνου τον
όρο «ιμπεριαλισμός», χωρίς να επεξηγεί
τι ακριβώς θέλει να πει μ’ αυτό,
σημαίνει απλούστατα
να ταυτίζει την
πολιτική της βοναπαρτικής γραφειοκρατίας
με την πολιτική του μονοπωλιακού
καπιταλισμού πάνω στη βάση
πως και
η μία και η άλλη χρησιμοποιούν
στρατιωτική δύναμη
για επεκτατικούς
σκοπούς.
Μια τέτοια ταύτιση μπορεί απλώς
να
σπείρει σύγχυση μάλλον στους
μικροαστούς δημοκράτες,
παρά στους
μαρξιστές.
Συνέχιση της πολιτικής του τσαρικού
ιμπεριαλισμού
. Το Κρεμλίνο μετέχει
στο ξαναμοίρασμα της Πολωνίας. Το
Κρεμλίνο απλώνει τα χέρια του στα
βαλτικά κράτη. Το Κρεμλίνο έχει
βλέψεις στα Βαλκάνια, στην Περσία
και στο Αφγανιστάν. Μ’ άλλα λόγια,
το Κρεμλίνο συνεχίζε την πολιτική
του τσαρικού ιμπεριαλισμού. Στην
περίπτωση αυτή δεν θα είχαμε
δίκιο
να ονομάσουμε αυτήν την πολιτική του
Κρεμλίνου ιμπεριαλιστική; Αυτό το
συμπέρασμα ιστορικο-γεωγραφικού
χαρακτήρα δεν είναι διόλου πειστικότερο
απ’ ό,τι όλα τα άλλα.
Η προλεταριακή επανάσταση, που
διαδραματίστηκε στο έδα¬
φος της τσαρικής αυτοκρατορίας, ευθύς
εξαρχής επιδίωξε και
για ένα διάστημα κατέλαβε τις χώρες
της Βαλτικής, επιχείρησε
να διεισδύσει
στη Ρουμανία και την Περσία και σε
κάποια
στιγμή έστειλε τα στρατεύματά
της ως τη Βαρσοβία (1920). Οι
κατευθυντήριες
γραμμές της επαναστατικής επέκτασης
ήταν οι
ίδιες όπως και στον τσαρισμό,
διότι η επανάσταση δεν αλλάζει τους
γεωγραφικούς όρους. Να γιατί οι
μενσεβίκοι, από τότε κιόλας, έκαναν
λόγο για μπολσεβίκικο ιμπεριαλισμό,
που
τον θεωρούσαν διάδοχο των
παραδόσεων της τσαρικής διπλωματίας.
Η μικροαστική δημοκρατία καταφεύγει
πρόθυμα στο
συμπέρασμα αυτό και
τώρα. Εμείς, επαναλαμβάνω, δεν έχουμε
κανένα λόγο να την μιμηθούμε σ’
αυτό.
Πρακτορείο του ιμπεριαλισμού;
Ανεξάρτητα πάντως από το πώς θ’
αξιολογηθεί η επεκτατική πολιτική
της ίδιας της ΕΣΣΔ, παραμένει το
ζήτημα της
βοήθειας που παρέχει η
Μόσχα στην ιμπεριαλιστική πολιτική
του Βερολίνου. Εδώ πριν απ’ όλα
πρέπει να ειπωθεί πως υπό
ορισμένες συνθήκες, ως ένα ορισμένο
βαθμό και με μια ορισμένη μορφή, η
υποστήριξη προς τον έναν ή τον άλλον
ιμπεριαλισμό θα ήταν αναπότρεπτη
και για ένα εντελώς υγιές εργατικό
κράτος, δεδομένου ότι δεν είναι
δυνατόν ν’ απαλλαγεί
κανείς από το
πλέγμα των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών
σχέσεων. Η ειρήνη του Μπρέστ-Λιτόφσκ
αναμφίβολα ισχυροποίησε προσωρινά
τον γερμανικό ιμπεριαλισμό έναντι
της
Γαλλίας και της Αγγλίας. Το
απομονωμένο εργατικό κράτος
δεν
μπορεί να μην ελίσσεται ανάμεσα στα
εχθρικώς διακείμενα μεταξύ τους
ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Ελίσσομαι
θα πει
στηρίζω προσωρινά τον έναν
απ’ αυτούς εναντίον του άλλου.
Το ζήτημα πιο ακριβώς από τα δύο
στρατόπεδα, στη δεδομένη
στιγμή,
προσφέρεται ή δεν προσφέρεται για
υποστήριξη, δεν
είναι ζήτημα αρχής,
αλλά ζήτημα πρακτικού υπολογισμού
και
πρόβλεψης. Το αναντίρρητο,
μειονέκτημα, που υπάρχει λόγω
αναγκαστικής υποστήριξης ενός αστικού
κράτους εναντίον
του άλλου,
υπερκαλύπτεται με το παραπάνω από
το ότι το
απομονωμένο εργατικό κράτος
αποκτά έτσι τη δυνατότητα να
παρατείνει
την ύπαρξή του.
Υπάρχουν όμως ελιγμοί και ελιγμοί.
Στο Μπρεστ-Λιτόφσκ η
σοβιετική κυβέρνηση θυσίασε την
εθνική ανεξαρτησία της Ουκρανίας με
σκοπό να διασώσει το εργατικό κράτος.
Για απεμπόληση της Ουκρανίας δεν
μπορούσε καν να γίνει λόγος, διότι
όλοι οι συνειδητοποιημένοι εργάτες
κατανόησαν τον αναγκαστικό χαρακτήρα
αυτής της θυσίας. Εντελώς διαφορετικά
είναι τα πράγματα με την Πολωνία.
Το ίδιο το Κρεμλίνο ποτέ
και πουθενά
δεν επιχείρησε να εμφάνίσει πως
αναγκάστηκε
δήθεν να θυσιάσει την
Πολωνία. Απεναντίας, καμαρώνει κυνικά
για την κομπίνα του, που δικαιολογημένα
προσβάλλει τα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά
αισθήματα των καταπιεζόμενων τάξεων
και λαών σ’ όλον τον κόσμο κι έτσι
αποδυναμώνει αισθητά τη διεθνή θέση
της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ούτε
κατά το ένα δέκατο δεν το ξεπληρώνουν
οι οικονομικοί μετασχηματισμοί στις
κατεχόμενες περιοχές!
Γενικά, η όλη εξωτερική πολιτική του
Κρεμλίνου βασίζεται
σ’ έναν ταχυδακτυλουργικό εξωραϊσμό
του «φιλικού» ιμπεριαλισμού και
θυσιάζει έτσι τα θεμελιώδη συμφέροντα
του παγκόσμιου εργατικού κινήματος
για δευτερεύοντα και επισφαλή οφέλη.
Ύστερα από πέντε χρόνια φενακισμού
των εργατών με σύνθημα την «υπεράσπιση
της δημοκρατίας», η Μόσχα βάλθηκε
τώρα να εξωραίσει τη λητρική πολιτική
του Χίτλερ. Το γεγονός αυτό καθεαυτό
δεν μετατρέπει κιόλας την ΕΣΣΔ σε
ιμπεριαλιστικό κράτος. Αλλά ο Στάλιν
και η Κομιντέρν του είναι τώρα το
πιο πολύτιμο πρακτορείο του
ιμπεριαλισμού.
Αν θέλουμε να
προσδιορίσουμε επακριβώς την εξωτερική
πολιτική του Κρεμλίνου, τότε θα πούμε
ότι είναι πολιτική βοναπαρτικής
γραφειοκρατίας ενός εκφυλισμένου
εργατικού
κράτους σε ιμπεριαλιστική
περικύκλωση. Ο προσδιορισμός αυτός
δεν είναι τόσο συνοπτικός και ηχηρός,
όπως αν θα λέγαμε «ιμπεριαλιστική
πολιτική», είναι όμως πιο ακριβής.
Το μικρότερο κακό
Η κατάληψη της Ανατολικής Πολωνίας
από τον Κόκκινο
Στρατό είναι ασφαλώς το «μικρότερο
κακό» σε σύγκριση με
την κατάληψη του ίδιου εδάφους από
τα στρατεύματα των ναζί. Αλλά αυτό
το μικρότερο κακό είναι αποτέλεσμα
του ότι
διευκόλυνε τον Χίτλερ να
κάνει μεγαλύτερο κακό. Αν κάποιος
έβαζε φωτιά ή βοηθούσε να καεί ένα
σπίτι και, μετά, από τους
δέκα κατοίκους
του σπιτιού έσωζε τους πέντε, για
να τους μετατρέψει σε δούλους, θα
έκανε βέβαια μικρότερο κακό απ’ το
να κάψει και τους δέκα. Δεν θα έπαιρνε,
όμως, ο εμπρηστής αυτός μετάλλιο για
διάσωση από την πυρκαγιά.Αν, παρ’
όλα
αυτά, του απένειμαν τέτοιο
μετάλλιο, θάπρεπε αμέσως μετά
να τον
εκτελέσουν, όπως το έκαναν κάποιοι
ήρωες ενός μυθιστορήματος του Βίκτορα
Ουγκώ.
«Οι ένοπλοι ιεραπόστολοι»
Ο Ροβεσπιέρος έλεγε πως οι λαοί δεν
αγαπούν ιεραπόστολους με ξιφολόγχες.
Ήθελε μ’ αυτό να πει ότι δεν μπορείς
να
επιβάλεις στους άλλους λαούς
επαναστατικές ιδέες και θεσμούς με
τη βία των όπλων. Αυτή η ορθή σκέψη
δεν σημαίνει,
βέβαια, ότι είναι
ανεπίτρεπτη μια στρατιωτική επέμβαση
σε
άλλες χώρες με σκοπό τη συνδρομή
μιας επανάστασης.
Μια τέτοια επέμβαση,
όμως, ως μέρος μιας διεθνούς
επαναστατικής πολιτικής, πρέπει να
την κατανοεί το διεθνές προλεταριάτο,
πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στους
πόθους των αγροτικών μαζών της χώρας
στο έδαφος της οποίας εισέρχονται
τα επαναστατικά στρατεύματα. Εννοείται
πως η θεωρία περί του σοσιαλισμού
σε μια μόνο χώρα δεν ταιριάζει καθόλου
για να
καλλιεργηθεί εκείνη η ενεργός
διεθνής αλληλεγγύη, που μπορεί
αποκλειστικά να προετοιμάσει και να
δικαιώσει την ένοπλη επέμβαση. Το
πρόβλημα περί της στρατιωτικής
επέμβασης, όπως και όλα τα άλλα
προβλήματα της πολιτικής του, το
Κρεμλίνο το θέτει και το λύνει
ανεξάρτητα εντελώς από τις
σκέψεις
και τα αισθήματα της διεθνούς εργατικής
τάξης. Για τον λόγο αυτό οι πρόσφατες
διπλωματικές «επιτυχίες» του
Κρεμλίνου
δυσφημίζουν τρομερά την ΕΣΣΔ και
δημιουργούν
πλήρη σύγχυση στις τάξεις
του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Διμέτωπη εξέγερση
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα -
λένε μερικοί σύντροφοι είναι σωστό
να μιλάμε για υπεράσπιση της ΕΣΣΔ
και για κατεχόμενες περιοχές; Δεν θα
ήταν σωστότερο να καλέσουμε
τους
εργάτες και τους αγρότες και των δύο
μερών της πρώην
Πολωνίας να εξεγερθούν τόσο κατά του
Χίτλερ όσο και κατά
του Στάλιν; Αυτό βέβαια, είναι πολύ
ελκυστικό. Αν η επανάσταση ξεσπούσε
ταυτόχρονα στη Γερμανία και στην
ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβάνοντας και τις
νεοκατακτηθείσες περιοχές, αυτό
θα
έλυνε με ένα σμπάρο πολλά προβλήματα.
Η πολιτική μας
όμως δεν μπορεί να
βασίζεται απλώς στον πιο ευνοϊκό,
στον πιο ευτυχή για μας συνδυασμό
περιστάσεων. Το ερώτημα είναι: τι θα
συμβεί, αν ο Χίτλερ προτού τον
ανατρέψει η επανάσταση, επιτεθεί κατά
της Ουκρανίας, προτού η επανάσταση
ανατρέψει τον Στάλιν; Στην πρίπτωση
αυτή οι οπαδοί της Τετάρτης Διεθνούς
θα πολεμήσουν εναντίον των στρατευμάτων
του Χίτλερ, όπως πολέμησαν στην
Ισπανία από τις τάξεις των δημοκρατικών
στρατευμάτων εναντίον του Φράνκο.
Είμαστε πλήρως και εξ ολοκλήρου υπέρ
μιας ανεξάρτητης (από τον Χίτλερ,
όπως και από τον Στάλιν) Ουκρανίας.
Τι θα συμβεί,όμως, αν, πριν επιτευχθεί
αυτή η ανεξαρτησία, ο Χίτλερ επιχειρήσει
να καταλάβει την Ουκρανία, που
βρίσκεται υπό την κυριαρχία της
σταλινικής γραφειοκρατίας; Η Τετάρτη
Διεθνής απαντά: θα υπερασπιστούμε
αυτήν την υποδουλωμένη
στον Στάλιν
Ουκρανία εναντίον του Χίτλερ.
«Άνευ όρων υπεράσπιση της ΕΣΣΔ»
Τι θα πει «άνευ όρων» υπεράσπιση
της ΕΣΣΔ; Αυτό θα πει
ότι δεν θέτουμε
στη γραφειοκρατία κανενός είδους
όρους. Αυτό θα πει ότι, ανεξάρτητα
από τους λόγους και τις αιτίες του
πολέμου, υπερασπιζόμαστε τα κοινωνικά
βάθρα της ΕΣΣΔ,
αν και όταν κινδυνεύσουν από τη μεριά
του ιμπεριαλισμού.
Μερικοί σύντροφοι λένε: κι αν ο
Κόκκινος Στρατός εισβάλλει αύριο
στην Ινδία κι αρχίζει εκεί να
καταστέλει το επαναστατικό κίνημα,
τότε και στην περίπτωση αυτή πάλι
θα τον
υποστηρίξουμε; Μια τέτοια
τοποθέτηση του προβλήματος είναι
εντελώς άτοπη. Κατ’ αρχήν, δεν είναι
σαφές γιατί μπερδεύεται εδώ η Ινδία.
Πιο απλό θα ήταν το εξής ερώτημα:
και στις περιπτώσεις που ο Κόκκινος
Στρατός απειλεί τις απεργίες των
εργατών ή τις διαμαρτυρίες των αγροτών
εναντίον της γραφειοκρατίας στην
ΕΣΣΔ, οφείλουμε να τον υποστηρίξουμε
ή όχι; Η εξωτερική πολιτική είναι
προέκταση της εσωτερικής.
Ποτέ δεν υποσχεθήκαμε πως θα
υποστηρίξουμε όλες τις
ενέργειες του Κόκκινου Στρατού, που
είναι όργανο στα χέρια
της βοναπαρτικής γραφειοκρατίας.
Υποσχεθήκαμε μόνο να
υπερασπιστούμε την ΕΣΣΔ ως εργατικό
κράτος και μόνο ό,τι
αποτελεί σ’ αυτήν εργατικό κράτος.
Ο σχολαστικός περιπτωσιολόγος μπορεί
να πει: αν τον Κόκ¬
κινο Στρατό, ανεξάρτητα από τον
χαρακτήρα του «έργου» που
εκτελεί,
τον νικήσουν οι εξεγερμένες μάζες
στην Ινδία, αυτό θα εξασθενίσει την
ΕΣΣΔ. Σ’ αυτό απαντούμε: η συντριβή
του
επαναστατικού κινήματος στην
Ινδία, με τη συνδρομή του Κόκκινου
Στρατού, θα σήμαινε ασύγκριτα μεγαλύτερο
κίνδυνο για τα κοινωνικά θεμέλια
της ΕΣΣΔ απ’ ό,τι μια επεισοδιακή
ήττα των αντεπαναστατικών τμημάτων
του Κόκκινου
Στρατού στην Ινδία. Όπως
κι αν έχει, η Τετάρτη Διεθνής έχει
την ικανότητα να ξεχωρίζει πού και
πότε ο Κόκκινος Στρατός
ενεργεί
απλώς ως όπλο της βοναπαρτικής
αντίδρασης και πού
υπερασπίζεται τα
κοινωνικά θεμέλια της ΕΣΣΔ.
Ένα συνδικάτο, καθοδηγούμενο από
αντιδραστικούς παλιανθρώπους, οργανώνει
απεργία εναντίον της πρόσληψης νέγρων
σε δεδομένο κλάδο της βιομηχανίας,
θα υποστηρίζαμε
μια τέτοια επαίσχυντη απεργία; Όχι
βέβαια. Αν υποθέσουμε
όμως ότι οι εργοδότες, εκμεταλλευόμενοι
την δεδομένη απεργία, επιχειρούν να
τσακίσουν το συνδικάτο και να
καταστήσουν γενικά αδύνατη την
οργανωμένη αυτοάμυνα των εργατών.
Εννοείται ότι στην περίπτωση αυτή
θα υπερασπιστούμε
το συνδικάτο, παρά
το ότι η διοίκησή του είναι
αντιδραστική.
Γιατί μια τέτοια πολιτική να μην
εφαρμοστεί απέναντι στην
ΕΣΣΔ;
Η βασική εντολή
Η Τετάρτη Διεθνής διαπίστωσε
αμετακίνητα ότι σ’ όλες τις
ιμπεριαλιστικές χώρες, ανεξάρτητα
απ’ το αν βρίσκονται σε
συμμαχία με την ΕΣΣΔ ή στο εχθρικό
προς αυτήν στρατόπεδο,
τα προλεταριακά
κόμματα οφείλουν κατά τη διάρκεια
του πολέμου ν’ αναπτύσσουν τον ταξικό
αγώνα με σκοπό την κατάληψη της
εξουσίας. Ταυτόχρονα, το προλεταριάτο
των ιμπεριαλιστικών χωρών οφείλει
να μην αγνοεί τα συμφέροντα άμυνας
της ΕΣΣΔ (ή των επαναστάσεων των
αποικιών), και όταν
υπάρχει πραγματική
ανάγκη, να καταφεύγει στις πιο
αποφασιστικές ενέργειες, για παράδειγμα,
απεργίες, πράξεις σαμποτάζ κ.α. Από
τότε που η Τετάρτη Διεθνής διατύπωσε
αυτήν
την εντολή άλλαξε ριζικά η
διάταξη των δυνάμεων η ίδια η
εντολή
όμως διατηρεί την ισχύ της. Αν η
Αγγλία και η Γαλλία
απειλούσαν αύριο
το Λένινγκραντ ή τη Μόσχα, τότε οι
βρετανοί και οι γάλλοι εργάτες θα
έπρεπε να πάρουν τα πιο αποφασιστικά
μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την
αποστολή
στρατιωτών και πολεμοφοδίων.
Αντίθετα, αν ο Χίτλερ
αναγκαζόταν
από τη λογική της κατάστασης να
στείλει στον
Στάλιν πολεμοφόδια,
τότε, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση,
οι γερμανοί εργάτες δεν θα είχαν
κανένα λόγο να καταφύγουν
σε απεργία
ή σε σαμποτάζ. Ελπίζω ότι κανένας
δε θα πρότεινε καμιάν άλλη λύση.
«Αναθεώρηση τον μαρξισμού»;
Φαίνεται πως μερικοί σύντροφοι
παραξενεύτηκαν, που στο
άρθρο μου γράφω ότι ένα σύστημα
«γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού»
αποτελεί θεωρητική δυνατότητα.
Ανακάλυψαν ότι
εδώ πια πρόκειται για
πλήρη αναθεώρηση του μαρξισμού.
Προφανώς υπάρχει μια παρεξήγηση. Η
μαρξιστική αντίληψη
της ιστορικής αναγκαιότητας δεν έχει
καμιά σχέση με τη μοιρολατρεία. Ο
σοσιαλισμός δεν πραγματοποιείται
«από μόνος
του», αλλά ως αποτέλεσμα
ζωντανών δυνάμεων, των τάξεων
και
των κομμάτων τους. Η καθοριστική
υπεροχή του προλεταριάτου σ’ αυτόν
τον αγώνα συνίσταται στο ότι
αντιπροσωπεύει την ιστορική πρόοδο,
ενώ η αστική τάξη ενσαρκώνει την
αντίδραση και την παρακμή. Από δω
πηγάζει η βεβαιότητα
μας για τη νίκη.
Έχουμε όμως κάθε δικαίωμα να
διερωτηθούμε: ποιό χαρακτήρα θάπαιρνε
η κοινωνία, αν νικούσαν οι δυνάμεις
της αντίδρασης;
Οι μαρξιστές αμέτρητες φορές είπαν
ποια είναι η εναλλακτική λύση: η
σοσιαλισμός, ή επιστροφή στη βαρβαρότητα.
Μετά την ιταλική «εμπειρία» επαναλάβαμε
χιλιάδες φορές: ή
κομμουνισμός ή
φασισμός. Η πρακτική μετάβαση στο
σοσιαλισμό δεν μπορούσε παρά να
αποδειχθεί ασύγκριτα πιο περίπλοκη,
πιο πολύμορφη, πιο αντιφατική απ’
ό,τι την πρόβλεψε
ένα γενικό ιστορικό
σχήμα. Ο Μαρξ έκανε λόγο για δικτατορία
του προλεταριάτου και για την
περαιτέρω απονέκρωσή
της, αλλά δεν
είπε τίποτα για τον γραφειοκρατικό
εκφυλισμό
της δικτατορίας. Για πρώτη
φορά εμείς, στηριγμένοι στην εμπειρία,
παρατηρούμε και αναλύουμε αυτόν τον
εκφυλισμό.
Είναι μήπως αυτό αναθεώρηση του
μαρξισμού;
Η πορεία των γεγονότων
κατάφερε να δείξει πως η καθυστέρηση
της σοσιαλιστικής επανάστασης γεννά
αδιαμφισβήτητα φαινόμενα βαρβαρότητας:
χρόνια ανεργία, εξαθλίωση των
μικροαστών, φασισμό, τέλος, εξοντωτικούς
πολέμους, που δεν
ανοίγουν καμιά
διέξοδο. Ποιές κοινωνικές και πολιτικές
μορφές θα πάρει η νέα «βαρβαρότητα»,
αν δεχθούμε θεωρητικά
ότι η ανθρωπότητα
δεν θα μπορέσει ν’ ανυψωθεί στο
σοσιαλισμό; Στην περίπτωση αυτή,
έχουμε τη δυνατότητα ν’ αποφανθούμε
πιο συγκεκριμένα απ’ ό,τι ο Μαρξ. Ο
φασισμός από τη
μια, ο εκφυλισμός
του σοβιετικού κράτους από την άλλη,
χαράζουν κοινωνικές και πολιτικές
μορφές μιας νέας βαρβαρότητας. Τέτοιου
είδους εναλλακτική λύση - σοσιαλισμός
ή ολοκληρωτική δουλεία - παρουσιάζει
όχι μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά
και τεράστια προπαγανδιστική σημασία,
γιατί
κάτω απ’ αυτό το φως εμφανίζεται
ιδιαίτερα έκδηλη η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής
επανάστασης.
Αν είναι να μιλήσουμε για αναθεώρηση
του Μαρξ, θα πούμε ότι μ’ αυτήν
πράγματι ασχολούνται εκείνοι οι
σύντροφοι,
που αποκαθιστούν έναν νέο
τύπο «μη-αστικού» και «μη εργατικού»
κράτους. Επειδή η εναλλακτική λύση
που ανέπτυξα
οδηγεί ως τα έσχατα τις δικές τους
σκέψεις, μερικοί από τους
επικριτές,
τρομαγμένοι από τα συμπεράσμτα της
ίδιας της δικής τους θεωρίας, με
κατηγορούν ... για αναθεώρηση του
μαρξισμού.
Το δικαίωμα για επαναστατική αισιοδοξία
Στο άρθρο μου «Η ΕΣΣΑ στον πόλεμο»
επιχείρησα ν’ αποδείξω ότι η προοπτική
του μη-εργατικού και μη-αστικού
εκμεταλλευτικού κράτους ή του
«γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού»,
είναι προοπτική απόλυτης ήττας και
παρακμής του
διεθνούς προλεταριάτου,
προοπτική βαθύτατης ιστορικής
απαισιοδοξίας. Υπάρχουν πραγματικοί
λόγοι για μια τέτοια προοπτική; Δεν
βλάπτει στην περίπτωση αυτή να
ανατρέξουμε
στους ταξικούς εχθρούς.
Στο εβδομαδιαίο ένθετο της εφημερίδας
«Παρί Σουάρ» του
Παρισιού της 31
Αυγούστου 1939, μεταφέρεται ένας
εξαιρετικά διδακτικός διάλογος ανάμεσα
στον γάλλο πρεσβευτή Κουλόντρ και
τον Χίτλερ στις 25 Αυγούστου, κατά
την τελευταία συνάντησή τους (πηγή
της πληροφορίας είναι αναμφισβήτητα
ο ίδιος ο Κουλόντρ). Ο Χίτλερ πετάει
σάλια, καυχιέται για το
Σύμφωνο που
υπέγραψε με τον Στάλιν («ρεαλιστικό
Σύμφωνο») και «λυπάται» γιατί θα
χυθεί γερμανικό και γαλλικό αίμα. «Ο
Στάλιν, όμως, - αντιλέγει ο Κουλόντρ-
αποκαλύφθηκε διπρόσωπος. Πραγματικός
νικητής (σε περίπτωση πολέμου) θα είναι ο Τρότσκι. Το σκεφτήκατε
αυτό;»
«Το γνωρίζω - απαντάει ο φύρερ,
- γιατί όμως η Γαλλία και
η Αγγλία
έδωσαν πλήρη ελευθερία δράσης στην
Πολωνία;»
Κ.λπ. Τους κυρίους αυτούς
τους βολεύει να δίνουν στο φάντασμα
της επανάστασης το πραγματικό του
όνομα. Αλλά δεν
έγκειται σ’ αυτό,
φυσικά, η ουσία του δραματικού
διαλόγου,
ακριβώς τη στιγμή της
διακοπής των διπλωματικών σχέσεων.
«Διότι ο πόλεμος θα προκαλέσει
αναπόφευκτα την επανάσταση», φοβερίζει
ο εκπρόσωπος της ιμπεριαλιστικής
δημοκρατίας, φοβισμένος ο ίδιος ως
το μεδούλι. «Το γνωρίζω» απαντάει ο
Χίτλερ, σαν να επρόκειτο για πρόβλημα
που έχει λυθεί
προπολλού. «Το γνωρίζω».
Καταπληκτικός διάλογος! Και οι δυο τους, και ο Κουλόντρ και
ο Χίτλερ, εκπροσω πούν τη βαρβαρότητα που έχει εισβάλει
στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα και οι δυο
τους δεν αμφιβάλλουν ότι τη βαρβαρότητά
τους θα την νικήσει η σοσιαλιστική
επανάσταση. Αυτή είναι
τώρα η αίσθηση
των κυρίαρχων τάξεων όλου του
κεφαλαιοκρατικού κόσμου. Η πλήρης
εξαχρείωσή τους είναι ένα από τα
σπουδαιότερα στοιχεία στο συσχετισμό
των ταξικών δυνάμεων. Το προλεταριάτο
έχει νεανική και αδύνατη ακόμα
επαναστατική ηγεσία. Η ηγεσία όμως
της αστικής τάξης σαπίζει
ολόκληρη.
Οι κύριοι αυτοί, αρχίζοντας έναν
πόλεμο που δεν
μπόρεσαν ν’ αποτρέψουν,
είναι εκ των προτέρων πεπεισμένοι
για την κατάρρευση του καθεστώτος
τους. Και μόνο αυτό το
γεγονός οφείλει
να είναι για μας πηγή ακατάλυτης
επαναστατικής αισιοδοξίας!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου