Peter Jeffries: Από την εμφάνιση του υλισμού στον Hegel
Η πρώτη συστηματική
προσπάθεια να εξηγηθεί η φύση του
σύμπαντος με υλιστικό τρόπο έγινε πριν
από 2000 χρόνια στην αρχαία Ελλάδα. Οι
έλληνες υλιστές έλεγαν πως ο κόσμος
αποτελείται από σκληρά, αδιαπέραστα
υλικά σωματίδια. Πίστευαν πως όλες οι
αλλαγές προκαλούνται αποκλειστικά από
την κίνηση και την αλληλεπίδραση αυτών
των σωματιδίων.
Η θεωρία αυτή
ξαναήρθε στο φως και αναπτύχθηκε στα
νεώτερα χρόνια. Και ήταν, όσον αφορά το
περιεχόμενο της, πολύ πιο πλούσια από
τον ελληνικό υλισμό. Γιατί στον 16ο
και 17ο
αιώνα, οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι
προσπάθησαν να ανακαλύψουν τους νόμους
που ρύθμιζαν την αλληλεπίδραση των
υλικών αυτών σωματιδίων, να παρουσιάσουν
μια εικόνα του πως όλα τα πράγματα, από
τις απλές φυσικές αλλαγές μέχρι την
ίδια τη ζωή του ανθρώπου, ήταν το
αποτέλεσμα της κίνησης και της
αλληλεπίδρασης των ξεχωριστών μερών
της ύλης.
Είναι σημαντικό
για μας να κατανοήσουμε πως η επανεμφάνιση
του υλισμού σ’ αυτή την περίοδο ήταν
μια αντανάκλαση της ανόδου της
καπιταλιστικής τάξης στην πάλη με την
τάξη των φεουδαρχών γαιοκτημόνων.
Στην περίοδο της
φεουδαρχίας, η Καθολική Εκκλησία-που
ήταν το κέντρο του πολιτισμού και της
παιδείας-είχε αναπτύξει μια φυσική
φιλοσοφία στην οποία το καθετί στη φύση
εξηγούνταν με τους όρους της «σωστής»
του θέσης μέσα στο σύστημα του σύμπαντος,
με τους όρους της υποτιθέμενης εξάρτησης
και υποταγής του μέσα σ’ αυτό το σύστημα,
και με το σκοπό που εξυπηρετούσε.
Οι αστοί φιλόσοφοι,
όπως ο Μπέικον, ο Χόμπς και ο Λοκ, διέλυσαν
αυτές τις φεουδαρχικές, θρησκευτικές
ιδέες για τη φύση. Αντιμετωπίζοντας τη
φύση σαν ένα σύστημα από σώματα σε
αλληλεπίδραση και απορρίπτοντας όλα
τα φεουδαρχικά δόγματα, οι φιλόσοφοι
αυτοί απαίτησαν μια έρευνα στη φύση για
να ανακαλυφθεί το πώς πραγματικά
λειτουργούσε.
Αυτές οι έρευνες
συμβάδισαν με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις
αυτής της περιόδου, την ανάπτυξη του
εμπορίου και των μεταφορών, τη βελτίωση
των μηχανημάτων και της βιομηχανίας. Η
πιο μεγάλη πρόοδος έγινε στη μηχανική
που ήταν στενά δεμένη με τις ανάγκες
της τεχνολογίας.
Μπορεί κανείς να
χαρακτηρίσει τους πρώτους αυτούς υλιστές
φιλόσοφους, μηχανικούς
υλιστές επειδή έβλεπαν τον κόσμο σα μια
πελώρια μηχανή.
Αυτή ήτα η άποψη του μεγάλου φυσικού
Ισαάκ Νιούτον. Γι’ αυτόν, όπως και για
τους πρώτους έλληνες υλιστές, ο κόσμος
αποτελούνταν από σωματίδια που κινιόταν
μέσα σε κενό χώρο. Μα στην προσπάθεια
του να εξηγήσει την ακριβή λειτουργία
του σύμπαντος, ο Νιούτον δεν ασχολήθηκε
με το ζήτημα της προέλευσης και της
ανάπτυξής του.
Πήρε σα δοσμένο
ότι το σύμπαν αυτό ήταν ένα σταθερό
κομμάτι μιας μηχανής- που είχε φτιαχτεί
από το Θεό. Το πρόβλημα που τον απασχολούσε
δεν ήταν από πού προέρχεται,
δεν ήταν πως αλλάζει,
μα πως λειτουργεί.
Αυτοί οι φιλόσοφοι
και οι επιστήμονες μεταχειρίζονταν το
σύμπαν σαν ένα τεράστιο ρολόι. Ένα ρολόι
που αποτελούνταν από πολλά κομμάτια
ταιριασμένα τέλεια μεταξύ τους· από τη
στιγμή που κουρδιζόταν, λειτουργούσε
με τον προβλεπόμενο, ομοιόμορφο τρόπο
που ήταν γνωστός στους ρολογάδες.
Η μορφή αυτή του
υλισμού ήταν μια μεγάλη πρόοδος στην
κατανόηση της φύσης από τον άνθρωπο.
Αντιπροσώπευε ένα ισχυρό χτύπημα ενάντια
στον ιδεαλισμό και όλες τις θρησκευτικές
αντιλήψεις για το σύμπαν-αντιλήψεις
που, σύμφωνα μ’ αυτές, το σύμπαν είναι
δημιούργημα του Θεού.
Οι υλιστές του
16ου
και του 17ου
αιώνα προσπάθησαν να επεκτείνουν στο
χώρο της σκέψης και της κοινωνίας τις
ίδιες μηχανιστικές αντιλήψεις που
χρησιμοποιούσαν στις επιστημονικές
τους έρευνες για τη φύση. Προσπαθούσαν
να συμπεριλάβουν τον άνθρωπο και τη
σκέψη του στη μηχανιστική αντίληψη που
‘χαν για τον κόσμο.
Έβλεπαν τον ίδιο
τον άνθρωπο σα μια μηχανή. Αυτή η θεωρία
σοκάρισε την Εκκλησία που τη θεώρησε
προσβολή τόσο για τον άνθρωπο όσο και
για το Θεό. Μα η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι
μια μηχανή, παρά τη στενότητα της, υπήρξε
μια μεγάλη πρόοδος σε σύγκριση με την
ιδέα ότι ο άνθρωπος ήταν ένα ασήμαντο
κομμάτι πηλού, που κατοικούνταν από μια
αθάνατη ψυχή, τη θρησκευτική άποψη για
τον άνθρωπο. Μα παρ’ όλες τις μεγάλες
αυτές προόδους, σε σχέση με τον ιδεαλισμό
και τη θρησκεία, ο μηχανικός υλισμός
υπέφερε από μια σειρά σοβαρές αδυναμίες.
Θα τελειώσουμε αυτό το κεφάλαιο
εξετάζοντας μερικές από αυτές τις
αδυναμίες και στο άλλο κεφάλαιο θα
δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο ο υλισμός
του Μαρξ-ο διαλεκτικός υλισμός-ξεπέρασε
αυτές τις ελλείψεις.
Το πρώτο
ερώτημα στο οποίο δεν μπορούσαν ν’
απαντήσουν οι μηχανικοί υλιστές ήταν
το εξής: αν ο κόσμος είναι μια μηχανή,
τότε ποιος έθεσε αυτή τη μηχανή σε
κίνηση; Και επειδή δεν μπορούσαν ν’
απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα αναγκάστηκαν
να εισάγουν την έννοια του «Υπέρτατου
Όντος» σαν κάτι έξω από τον κόσμο που
έθεσε σε κίνηση αυτό τον κόσμο, ακόμα
κι αν αυτό το Όν δεν ανακατευόταν πια
με τη λειτουργία του. Έτσι οι μηχανικοί
υλιστές αναγκαστικά στρέφονταν προς
τα πίσω προς την κατεύθυνση του Θεού
και της θρησκείας.
Δεύτερο,
οι μηχανικοί υλιστές αναγνώριζαν ότι
παντού υπάρχει μια αλλαγή. Επειδή όμως
προσπαθούσαν να υποβιβάσουν αυτή την
ανάγκη σε μια σειρά μηχανικές
αλληλεπιδράσεις, η αλλαγή δεν ήταν γι’
αυτούς παρά μια σειρά από ατελείωτες
επαναλήψεις
του ίδιου προτσέσου.
Επομένως, όπως
ακριβώς μια μηχανή μπορεί να λειτουργήσει
μόνο μ’ ένα σταθερό τρόπο, ανάλογα με
την κατασκευή της, έτσι και ο κόσμος
δουλεύει, γι’ αυτούς τους υλιστές, μ’
ένα προκαθορισμένο τρόπο· τίποτα το
νέο
δεν μπορούσε να παρουσιαστεί μέσα σ’
αυτόν· καμιά εξέλιξη
δε μπορούσε να υπάρξει μέσα σ’ αυτόν.
Πιο κάτω θα δούμε το πώς ο σύγχρονος
υλισμός (ο μαρξισμός) ξεπέρασε αυτή τη
στενή αντίληψη.
Τρίτο,
ο μηχανικός υλισμός δεν μπόρεσε ποτέ
να εξηγήσει την εξέλιξη
του ανθρώπου.
Αν η ανθρώπινη δραστηριότητα και σκέψη
ήταν απλώς μια μηχανική αντανάκλαση
του κόσμου, τότε έμπαινε το ερώτημα: πως
πραγματικά αλλάζει ο άνθρωπος και η
σκέψη του; Μα, όπως επρόκειτο αργότερα
να δείξει ο Μαρξ (ένα ζήτημα που θα το
εξετάσουμε πιο κάτω), ο άνθρωπος δεν
είναι απλώς ένα προϊόν του κόσμου, μα
παλεύει για να αλλάξει
τον κόσμο, και σ’ αυτή την πάλη αλλάζει
και ο ίδιος.
Η αποτυχία του
αυτή να κατανοήσει τη σχέση που υπάρχει
ανάμεσα στη δραστηριότητα του ανθρώπου,
στη σκέψη του και στη φύση, σήμαινε πως
ο μηχανικός υλισμός δεν είναι θεωρία
της γνώσης,
για το πώς δηλαδή ο άνθρωπος προχωρεί
από την πλάνη στην αλήθεια, μέσα από τη
σύγκρουση της θεωρίας και της πράξης.
Αυτό, καθώς θα δούμε, είναι ένα αποφασιστικό
ζήτημα για την προλεταριακή επανάσταση.
Όταν μελετούμε
τους περιορισμούς του μηχανικού υλισμού,
δε θα πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να
σκεφτούμε ότι οι περιορισμοί αυτοί
οφείλονταν στους φιλοσόφους και τους
επιστήμονες. Γιατί αυτό θα ‘ταν μια
ιδεαλιστική μέθοδος. Όχι, οι περιορισμοί
της μηχανιστικής άποψης για τον κόσμο
προήλθαν από την περιορισμένη ανάπτυξη
της ίδιας της επιστήμης, από το γεγονός
ότι οι μηχανικές
επιστήμες είχαν κάνει τις πιο μεγάλες
προόδους.
Ο σύγχρονος
(διαλεκτικός) υλισμός μπορούσε να
ξεπηδήσει μόνο με την παραπέρα ανάπτυξη
της επιστήμης, που από το 19ο
αιώνα είχε αρχίσει να ερευνά ακόμα πιο
βαθιά τα προτσέσα αλληλοσυσχετισμού
και αλλαγών μέσα στη φύση. Στη βάση,
αυτών των εξελίξεων επρόκειτο να
εγκαθιδρυθεί ο μαρξισμός- μια πλουσιότερη
μορφή του υλισμού.
![]() |
"Γελάω με τους λεγόμενους «πρακτικούς» ανθρώπους και τη σοφία τους. Εάν κάποιος ήθελε να ζει σαν κτήνος, θα μπορούσε κανείς φυσικά να στρέψει την πλάτη του για τα βάσανα της ανθρωπότητας και να φροντίσει για την δική του απόκρυψη" (Καρλ Μαρξ, από επιστολή στον Engels) |
Στη νέα εποχή,
λοιπόν, η πατρίδα του μηχανικού υλισμού
ήταν η Αγγλία. Ο αγγλικός αυτός υλισμός
μεταφέρθηκε μετά και διαδόθηκε το 18ο
αιώνα στη Γαλλία, όπου και έγινε η βάση
των ιδεών, που εμπνεύσανε τη γαλλική
επανάσταση.
Μα η επόμενη μεγάλη
εξέλιξη στη φιλοσοφία επρόκειτο να
γίνει στη Γερμανία στα τέλη του 18ου
και στις αρχές του 19ου
αιώνα.
Αυτή ακριβώς την
εξέλιξη-και τη σχέση της με το μαρξισμό-θα
εξετάσουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Πριν όμως το
κάνουμε, πρέπει να πούμε κάτι για τις
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες
αυτής της περιόδου στη Γερμανία.
Συγκρινόμενη με τη Γαλλία και την Αγγλία,
τα άλλα μεγάλα κράτη της Ευρώπης, η
Γερμανία παρέμενε καθυστερημένη. Η
ανάπτυξη του εμπορίου και του καπιταλισμού
ούτε καν πλησίαζε την ανάπτυξη της
Αγγλίας ή της Γαλλίας.
Ειδικότερα, η
μπουρζουαζία (οι καπιταλιστές) δεν είχε
πάρει στα χέρια της την εξουσία όπως
είχε γίνει στη Βρετανία από το 17ο
αιώνα κιόλας με την επανάσταση του
Κρόμβελ, ή με την επανάσταση που άρχισε
στη Γαλλία στα 1789.
Με δυό λόγια, η
Γερμανία έμεινε μια καθυστερημένη και
απομονωμένη χώρα, που ήταν ακόμη
κομματιασμένη σε μια σειρά από φεουδαρχικά
και μισοφεουδαρχικά κρατίδια.
Η οικονομική και
κοινωνική αυτή καθυστέρηση άφησε στη
γερμανική σκέψη μια βαθιά ουλή. Οι
μεγάλοι γερμανοί στοχαστές αυτής της
περιόδου έπρεπε να στραφούν προς το
εξωτερικό
για να εμπνευστούν σ’ ότι αφορά τη
φιλοσοφία και τις ιδέες τους: στη Γαλλία,
όπου γινόταν η αστική επανάσταση, και
στην Αγγλία, όπου η καπιταλιστική
βιομηχανία αναπτυσσόταν με γοργό ρυθμό.
Επειδή όμως η υλική
αλλαγή ήτανε τόσο αργή στη δικιά τους
πατρίδα, έτειναν αναπόφευκτα στο να
βλέπουν την
αλλαγή απλώς σα μια αλλαγή
στο βασίλειο των ιδεών. Έβλεπαν δηλαδή
τις αλλαγές με έναν ιδεαλιστικό τρόπο.
(Με τον όρο
ιδεαλισμός,
εννοούμε, όπως το γράφουμε και στο πρώτο
κεφάλαιο, την αντίληψη ότι κάθε εξέλιξη
ξεκινάει από την ιδέα· ενώ η υλιστική
φιλοσοφία γνωρίζει ότι οι ιδέες είναι
μια αντανάκλαση
των αλλαγών, που συντελούνται στον υλικό
και κοινωνικό κόσμο).
Όπως λέει ο Μαρξ:
«Στην πολιτική,
οι Γερμανοί σκεφτόντουσαν
αυτό που έκαναν τα άλλα έθνη. Η Γερμανία
ήταν η θεωρητική
συνείδησή
τους».
Το ανώτερο σημείο
της ιδεαλιστικής αυτής σκέψης ήταν το
έργο του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου
Χέγκελ (1770-1831).
Ο Χέγκελ ήταν ένας
ιδεαλιστής: γι’ αυτόν, ο κόσμος άρχιζε
από την Απόλυτη Ιδέα. Η ιστορία ήταν γι’
αυτόν η επεξεργασία, η πραγμάτωση αυτής
της Ιδέας. Αυτή ήταν μια καθαρά ιδεαλιστική
άποψη.
Μα η μεγαλοφυΐα
του Χέγκελ έγκειται στο γεγονός ότι
προσπάθησε να κατανοήσει και να συλλάβει
το πώς εξελίσσεται αυτή η Απόλυτη Ιδέα.
Αντίθετα από τους μηχανικούς υλιστές
στην Αγγλία και τη Γαλλία, για το Χέγκελ
δεν υπήρχε τίποτα
το σταθερό ή το στατικό.
Βαθιά επηρεασμένος
από τις τεράστιες αλλαγές που γίνονταν
τότε στη Γαλλία, ο Χέγκελ επέμενε ότι
τίποτα
δεν είναι ακίνητο. Το καθετί που υπήρχε,
δεν έπρεπε να εξεταστεί όπως ήταν σε
κάποια στιγμή, αλλά όπως είχε δημιουργηθεί,
στο προτσές της εξέλιξης και της μεταβολής
του. Επιπλέον, ο Χέγκελ συνέλαβε την
ιδέα ότι κάθε πράγμα δεν είναι μόνο το
αποτέλεσμα περασμένων μεταβολών αλλά
φέρνει μέσα του και το σπέρμα του
μέλλοντος.
Μα πως συντελείται
η αλλαγή; Είδαμε πως οι πρώτοι μηχανικοί
υλιστές απάντησαν σ’ αυτό το ερώτημα
έτσι: θεώρησαν την κίνηση και την αλλαγή
σαν κάτι που βρίσκεται έξω
από το αντικείμενο που ερευνούσαν. Ο
κόσμος ήταν σα μια μηχανή, που τέθηκε
σε κίνηση από μια «πρώτη ώθηση»,·(αυτό
ήταν στην πραγματικότητα μια άλλη
ονομασία του Θεού).
Ο Χέγκελ όμως,
κατάλαβε πως η αλλαγή δεν είναι κάτι
έξω
από το αντικείμενο, αλλά προέρχεται από
δυνάμεις που βρίσκονται μέσα στο ίδιο
το αντικείμενο. Αυτό το ζήτημα θα το
εξετάσουμε αναλυτικότερα σε επόμενα
κεφάλαια, όμως εδώ μπορούμε να δώσουμε
ένα παράδειγμα μονάχα για το τι εννοούμε.
Αν παρατηρήσουμε
τον εαυτό μας, ή οποιοδήποτε άλλο άτομο,
θα δούμε ότι είμαστε μια ενότητα δύο
αντίθετων δυνάμεων. Γιατί σε κάθε χρονική
στιγμή, και ζούμε και πεθαίνουμε. Κάθε
στιγμή που περνάει, μας φέρνει μια στιγμή
πιο κοντά στο θάνατο, ενώ συγχρόνως η
ίδια ακριβώς στιγμή προστίθεται και
μεγαλώνει τη ζωή μας.
![]() |
Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ ή πώς θα κυκλοφορούσε αν ζούσε σήμερα (1770-1831) |
Η πάλη ανάμεσα
στις δυό αυτές αντίθετες δυνάμεις, της
ζωής και του θανάτου, είναι η πηγή όλων
των αλλαγών που διαρκώς γίνονται μέσα
μας.
Κι έτσι συμβαίνει
με το καθετί στο σύμπαν. Στον υλικό κόσμο
δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα με στατική
μορφή. Όλη η ύλη υπάρχει σε κίνηση. Και
αυτή η κίνηση προέρχεται από την πάλη
των αντιθέτων μέσα στον υλικό κόσμο, κι
εδώ περιλαμβάνεται και η ανθρώπινη
κοινωνία.
Ο Χέγκελ κατάλαβε
ότι κάθε μεταβολή γίνεται μ’ αυτό τον
τρόπο. Αυτή ήταν η μεγάλη του συνεισφορά
στη φιλοσοφία. Μα όπως έχουμε κιόλας
πει, ο Χέγκελ ήταν ένας ιδεαλιστής· γι’
αυτόν, οι αλλαγές αυτές πραγματοποιούνταν
στο βασίλειο των ιδεών. Για το Χέγκελ,
ο κόσμος ήταν απλώς μια αντανάκλαση
αυτών των αλλαγών. Όταν ο Χέγκελ πίστευε
πως ο κόσμος αρχίζει με την Απόλυτη
Ιδέα, είχε, σε τελευταία ανάλυση, μια
θρησκευτική
αντίληψη για τον κόσμο. Στην πραγματικότητα
η «Απόλυτη Ιδέα» ήταν απλώς μια άλλη
ονομασία του Θεού.
Αυτός που άρχισε
πρώτος να εξετάζει τη φιλοσοφία του
Χέγκελ από την υλιστική σκοπιά, ήταν
ένας από τους ικανούς μαθητές του, ο
Λουδοβίκος Φόιερμπαχ (1804-1872).
Ο Φόιερμπαχ απέρριψε
την «Απόλυτη Ιδέα» ή την «Ουσία» ή
οποιαδήποτε άλλη μεταφυσική αφετηρία,
και επέμεινε πως ο άνθρωπος σα φυσικό
ον αποτελούσε την αναγκαία αφετηρία
όλων των ιδεών. Έλεγε πως σύμφωνα με τη
φιλοσοφία του «η ύλη γεννιέται από το
αντίθετο της σκέψης, από την Ύλη, από
την ύπαρξη, από τις αισθήσεις».
Ιδιαίτερα, ο
Φόιερμπαχ επέμενε ότι οι διάφορες
αντιλήψεις περί Θεού, κι εδώ περιλαμβάνονται
και οι αντιλήψεις του χριστιανισμού,
δημιουργήθηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Δεν είχε δημιουργήσει ο Θεός τον άνθρωπο,
μα ο ίδιος ο άνθρωπος είχε δημιουργήσει
το Θεό σύμφωνα με τη δική του την εικόνα.
Κατά τον Φόιερμπαχ ένας πραγματικά
«ανθρώπινος κόσμος» μπορούσε να
δημιουργηθεί όταν αυτές οι λαθεμένες,
θρησκευτικές, αντιλήψεις για τον κόσμο
θα εξαφανίζονταν.
Αλλά
ποιος θα το έκανε αυτό; Ποιος θα άλλαζε
τον κόσμο; Στην απάντηση σ’ αυτό το
ερώτημα αποκαλύφθηκαν ξεκάθαρα οι
αδυναμίες του Φόιερμπαχ.
Γιατί
η απάντηση του στο ερώτημα ήταν: «ο
άνθρωπος». Μα τι ήταν ο άνθρωπος; «Ο
άνθρωπος μπορεί να ‘ναι ένας βασιλιάς,
ένας καπιταλιστής, ένας εργάτης ή ένας
αγρότης. Και οι τέσσερις έχουν τα ίδια
όργανα, πόδια του ίδιου τύπου, εγκέφαλο
κλπ. Από βιολογική
άποψη, ανήκουν στο ίδιο είδος. Μα είναι
εντελώς καθαρό πως υπάρχουν μεγάλες
διαφορές στην κοινωνική
θέση και
στον πλούτο τους.
Οι
διαφορές αυτές γεννιούνται ιστορικά.
Ο υλισμός του Φόιερμπαχ δεν έφτασε ως
την ίδια την ιστορία του ανθρώπου, δηλαδή
ως την πάλη που κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος.
Με
τον ίδιο τρόπο: αν εξετάσουμε τον
«άνθρωπο» της πρωτόγονης εποχής, αυτός
διαφέρει πολύ από το σημερινό «άνθρωπο».
Και πάλι, αυτό το εννοούμε όχι από
βιολογική, αλλά από κοινωνική άποψη. Ο
άνθρωπος ζει σήμερα μ’ έναν εντελώς
διαφορετικό τρόπο· τρέφεται διαφορετικά,
χρησιμοποιεί εντελώς διαφορετικά
εργαλεία, και έχει εντελώς διαφορετικές
ιδέες.
Έτσι
δεν υπάρχει ο άνθρωπος με την αφηρημένη
«έννοια». Ο άνθρωπος όπως καθετί μέσα
στο σύμπαν (του οποίου αποτελεί μέρος)
βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή. Αυτό το
συμπέρασμα βγήκε από τη φιλοσοφία του
Χέγκελ.
Ο
Φόιερμπαχ ήταν υλιστής. Είδε πως ο
άνθρωπος είναι προϊόν του υλικού κόσμου·
όλες οι σκέψεις του, όλες οι ιδέες του
είναι αντανάκλαση της φύσης.
Μα
ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μια «παθητική
αντανάκλαση»
της φύσης, όπως νόμιζε ο Φόιερμπαχ. Ο
άνθρωπος δεν αντιδρά απλώς απέναντι
στον κόσμο που είναι γύρω του-βρίσκεται
σε σύγκρουση μ’ αυτόν. Οι ιδέες μας για
τον κόσμο, η πάλη μας να τον κατανοήσουμε,
βγαίνει μόνο στη σύγκρουσή μας με αυτόν.
Έτσι-όπως
είπε κι ο Μαρξ-η αλλαγή δεν μπορεί ποτέ
να είναι ένα παθητικό, ένα εύκολο προτσές.
Η αλλαγή βγαίνει από την πάλη. Δεν υπάρχει
«αφηρημένος άνθρωπος», γιατί ο άνθρωπος,
στην πάλη του για να επιβιώσει στον
κόσμο, αλλάζει συνεχώς, γίνεται ένας
άλλος άνθρωπος.
Μ’
άλλα λόγια, ο Μαρξ πήρε τη διαλεκτική
μέθοδο του Χέγκελ. Κατάλαβε πως όλα (κι
εδώ περιλαμβάνεται και ο άνθρωπος)
βρίσκονται σε συνεχή αλλαγή και πως
αυτή η αλλαγή βγαίνει από την πάλη των
αντιθέτων μέσα στα φαινόμενα. Μα, αντίθετα
από τον Χέγκελ, ο Μαρξ ήταν υλιστής.
Οι αλλαγές στις ιδέες δεν είναι η πηγή
των αλλαγών στον κόσμο, αλλά το αποτέλεσμά
τους. Το μεγάλο καθήκον δεν ήταν να
«ξανατακτοποιήσει» ο άνθρωπος τον κόσμο
στο κεφάλι του, μα να τον αλλάξει στην
πράξη.
Μα,
αν ο άνθρωπος «στην αφηρημένη του έννοια»
δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, ποια
δύναμη τότε θα πραγματοποιήσει αυτή
την αλλαγή; Αυτό είναι το επόμενο ερώτημα
που θα εξετάσουμε. Κάνοντας το αυτό θα
σκιαγραφήσουμε την αντίληψη του Μαρξ
για την Ιστορία, δηλαδή τον ιστορικό
υλισμό και
το ρόλο της εργατικής τάξης στην
καπιταλιστική κοινωνία.
![]() |
"Οι Φιλόσοφοι έχουν ερμηνέψει τον κόσμο με διάφορους τρόπους: Το ζητούμενο όμως είναι να τον αλλάξουμε" ( Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ) |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου