αποσπασμα απο την Προδωμενη Επανασταση για το Κομμα

Το Μπολσεβίκικο Κόμμα προετοίμασε και εξασφάλισε τη νίκη του Οκτώβρη. Επίσης δημιούργησε το σοβιετικό κράτος, εφοδιάζοντάς το με έναν ρωμαλέο σκελετό. Ο εκφυλισμός του Κόμματος ήταν και η αιτία και το αποτέλεσμα της γραφειοκρατικοποίησης του κράτους. Είναι αναγκαίο να δείξουμε, έστω και περιληπτικά, πώς έγινε αυτό.
Το εσωτερικό καθεστώς του Μπολσεβίκικου Κόμματος το χαρακτήριζε η μέθοδος του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εννοιών, δημοκρατίας και συγκεντρωτισμού, δεν είναι καθόλου αντιφατικός. Το Κόμμα έδινε τη μεγαλύτερη προσοχή όχι μονάχα στο να είναι τα όριά του πάντα αυστηρά καθορισμένα, αλλά και στο να απολαμβάνουν όλοι εκείνοι που έμπαιναν μέσα σ’ αυτά τα όρια το πραγματικό δικαίωμα να καθορίζουν την κατεύθυνση της πολιτικής του Κόμματος. Η ελευθερία της κριτικής και η ιδεολογική πάλη ήταν το αμετάκλητο περιεχόμενο της δημοκρατίας στο Κόμμα. Η τωρινή θεωρία ότι ο Μπολσεβικισμός δεν ανέχεται τις φράξιες, είναι ένας μύθος της εποχής της παρακμής. Στην πραγματικότητα, η ιστορία του Μπολσεβικισμού είναι η ιστορία της πάλης των φραξιών. Και, πραγματικά, πώς θα μπορούσε μια γνήσια επαναστατική οργάνωση, που έχει θέσει στον εαυτό της το καθήκον να ανατρέψει τον κόσμο και να ενώσει κάτω από τη σημαία της τους πιο τολμηρούς εικονοκλάστες, αγωνιστές και επαναστάτες, να ζήσει και να αναπτυχθεί χωρίς ιδεολογικές συγκρούσεις, χωρίς το σχηματισμό ομάδων, χωρίς το σχηματισμό προσωρινών φραξιών; Η διορατικότητα της μπολσεβίκικης ηγεσίας έκανε συχνά δυνατό να μαλακώνουν οι συγκρούσεις και να συντομεύεται η διάρκεια της φραξιονιστικής πάλης, αλλά τίποτε περισσότερο από αυτό. Η Κεντρική Επιτροπή βασιζόταν πάνω στο φλεγόμενο αυτό δημοκρατικό στήριγμα. Από αυτό αντλούσε την τόλμη να παίρνει αποφάσεις και να δίνει εντολές; Η καταφανής ορθότητα της ηγεσίας σε όλα τα κρίσιμα στάδια, της έδινε το μεγάλο κύρος που είναι το ανεκτίμητο ηθικό κεφάλαιο του συγκεντρωτισμού.
Έτσι, το καθεστώς του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ιδιαίτερα πριν να έρθει στην εξουσία, είναι σε πλήρη αντίφαση με το καθεστώς των σημερινών τμημάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με τους «ηγέτες» τους να διορίζονται από τα πάνω και να αλλάζουν εντελώς την πολιτική τους με μια απλή εντολή, με τον ανεξέλεγκτο μηχανισμό τους, υπεροπτικοί στη στάση τους προς τα απλά μέλη, δουλικοί στη στάση τους προς το Κρεμλίνο. Αλλά και τα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση της εξουσίας, ακόμα και όταν η διοικητική σκουριά ήταν ήδη φανερή πάνω στο Κόμμα, κάθε μπολσεβίκος, μαζί και ο Στάλιν, θα είχαν αποκηρύξει σαν κακεντρεχή συκοφάντη όποιον θα τους έδειχνε σε μια οθόνη την εικόνα του Κόμματος δέκα ή δεκαπέντε χρόνια αργότερα.
Το ίδιο το κέντρο της προσοχής του Λένιν και των συντρόφων του ήταν μια συνεχής φροντίδα να προστατέψουν τις γραμμές των μπολσεβίκων από τα ελαττώματα εκείνων που ήταν στην εξουσία. Ωστόσο, η ιδιαίτερη προσέγγιση και πολλές φορές η πραγματική συγχώνευση του Κόμματος με τον κρατικό μηχανισμό, είχε ήδη κάνει, στα πρώτα εκείνα χρόνια, αναμφίβολη ζημιά στην ελευθερία και την ελαστικότητα του κομματικού καθεστώτος. Η δημοκρατία είχε σε αναλογία περιοριστεί, καθώς οι δυσκολίες μεγάλωναν. Στην αρχή, το Κόμμα ποθούσε και έλπιζε να διατηρήσει την ελευθερία της πολιτικής πάλης μέσα στα πλαίσια των Σοβιέτ. Ο εμφύλιος πόλεμος έκανε σοβαρές τροπολογίες σ’ αυτόν τον υπολογισμό. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης απαγορεύτηκαν το ένα μετά το άλλο. Οι ηγέτες του Μπολσεβικισμού θεώρησαν αυτό το μέτρο, που ερχόταν σε ολοφάνερη σύγκρουση με το πνεύμα της σοβιετικής δημοκρατίας, όχι σαν μια αρχή, αλλά σαν μια επεισοδιακή πράξη αυτοάμυνας.
Η γοργή ανάπτυξη του κυβερνητικού κόμματος, με τα νέα και τεράστια καθήκοντα του, δημιούργησε αναπόφευκτα εσωτερικές διαφωνίες. Τα παράνομα αντιπολιτευτικά ρεύματα στη χώρα ασκούσαν μια πίεση μέσα από διάφορα κανάλια πάνω στη μόνη νόμιμη πολιτική οργάνωση, αυξάνοντας την οξύτητα της φραξιονιστικής πάλης. Τη στιγμή που τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος, αυτή η πάλη πήρε τέτοιες οξείες μορφές που απείλησε να διαταράξει την κρατική εξουσία. Τον Μάρτη του 1921, τις μέρες της εξέγερσης της Κρονστάνδης, που τράβηξε στις γραμμές της ένα όχι μικρό αριθμό μπολσεβίκων, το Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος θεώρησε αναγκαίο να καταφύγει σε μια απαγόρευση των φραξιών –δηλαδή, να μεταφέρει το πολιτικό καθεστώς που κυριαρχούσε στο κράτος στην εσωτερική ζωή του κυβερνητικού κόμματος. Αυτή η απαγόρευση των φραξιών θεωρήθηκε ξανά σαν ένα εξαιρετικό μέτρο που επρόκειτο να εγκαταλειφθεί με την πρώτη σοβαρή βελτίωση της κατάστασης. Ταυτόχρονα, η Κεντρική Επιτροπή ήταν εξαιρετικά προσεκτική στην εφαρμογή του καινούριου νόμου, και ενδιαφερόταν πάνω απ’ όλα μήπως αυτό οδηγήσει σε ένα στραγγαλισμό της εσωτερικής ζωής του Κόμματος.
Αυτό, ωστόσο, που στο αρχικό σχέδιο ήταν απλά μια αναγκαία παραχώρηση σε μια δύσκολη κατάσταση, αποδείχτηκε ότι ταίριαζε τέλεια στο γούστο της γραφειοκρατίας, που άρχισε τότε να πλησιάζει την εσωτερική ζωή του Κόμματος αποκλειστικά από τη σκοπιά της διευκόλυνσης στη διοίκηση. Ήδη από το 1922, στη διάρκεια μιας σύντομης βελτίωσης της υγείας του, ο Λένιν, βλέποντας με φρίκη την απειλητική αύξηση του γραφειοκρατισμού, προετοίμαζε μια πάλη ενάντια στη φράξια του Στάλιν, που είχε γίνει ο άξονας της κρατικής μηχανής, σαν ένα πρώτο βήμα προς την κατάληψη του μηχανισμού του κράτους. Μια δεύτερη συμφόρηση και μετά ο θάνατος τον εμπόδισαν να αναμετρήσει τις δυνάμεις του με την εσωτερική αυτή αντίδραση.
Ολόκληρη η προσπάθεια του Στάλιν, με τον οποίο ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ δούλευαν χέρι με χέρι εκείνη την εποχή, κατευθυνόταν από κει και ύστερα στο να απελευθερώσει τον κομματικό μηχανισμό από τον έλεγχο των απλών μελών του Κόμματος. Σ’ αυτή την πάλη για «σταθερότητα» της Κεντρικής Επιτροπής, ο Στάλιν αποδείχτηκε ο πιο συνεπής και ο πιο αξιόπιστος ανάμεσα στους συνεργάτες του. Δεν είχε ανάγκη να τραβήξει τον εαυτό του μακριά από τα διεθνή προβλήματα. Αυτά ποτέ δεν τον είχαν απασχολήσει. Η μικροαστική προοπτική του νέου κυρίαρχου στρώματος ήταν η δικιά του προοπτική. Πίστευε βαθιά ότι το καθήκον της οικοδόμησης του σοσιαλισμού ήταν από τη φύση του εθνικό και διοικητικό. Θεωρούσε την Κομμουνιστική Διεθνή σαν ένα αναγκαίο κακό, που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί όσο πιο πολύ γινόταν, για τους σκοπούς της εξωτερικής πολιτικής. Το ίδιο του το Κόμμα είχε στα μάτια του αξία μόνο σαν ένα πειθήνιο στήριγμα στο μηχανισμό.
Μαζί με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, η γραφειοκρατία έθεσε στην κυκλοφορία τη θεωρία ότι στον Μπολσεβικισμό η Κεντρική Επιτροπή είναι το παν και το Κόμμα τίποτε. Όπως και νά ’ χει, η δεύτερη αυτή θεωρία εφαρμόστηκε με περισσότερη επιτυχία από την πρώτη. Αρπάζοντας την ευκαιρία με το θάνατο του Λένιν, η κυρίαρχηομάδα ανάγγειλε μια «λενινιστική στρατολόγηση». Οι πόρτες του Κόμματος, που φυλάγονταν πάντα προσεκτικά, ανοίχτηκαν τώρα διάπλατα. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροαξιωματούχοι, μπήκαν μαζικά στο Κόμμα. Ο πολιτικός στόχος αυτής της μανούβρας ήταν να διαλύσει την επαναστατική πρωτοπορία μέσα σ’ ένα ακατέργαστο, χωρίς πείρα, χωρίς ανεξαρτησία, καιακόμα με την παλιά συνήθεια να υποτάσσεται στις αρχές,ανθρώπινο υλικό. Το σχέδιο πέτυχε. Απελευθερώνοντας τη γραφειοκρατία από τον έλεγχο της πρωτοπορίας, η «λενινιστική στρατολόγηση» έδωσε ένα θανάσιμο χτύπημα στο Κόμμα του Λένιν. Ο μηχανισμός είχε κερδίσει την αναγκαία ανεξαρτησία. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός παραχώρησε τη θέση του στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό. Στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό έγινε τώρα μια ριζική αναδιάρθρωση του προσωπικού από πάνω μέχρι κάτω. Το κύριο προσόν του μπολσεβίκου διακήρυσσαν ότι ήταν η υποταγή. Κάτω από το κάλυμμα μιας πάλης με την Αντιπολίτευση, έγινε μια μεγάλης κλίμακας αντικατάσταση των επαναστατών με Chinonviks[1]. Η ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος έγινε η ιστορία του γοργού εκφυλισμού του.
Η πολιτική σημασία της αναπτυσσόμενης πάλης για πολλούς συσκοτιζόταν από το γεγονός ότι οι ηγέτες και των τριών ομάδων, της Αριστεράς, του Κέντρου και της Δεξιάς, ανήκαν σ’ ένα και το ίδιο επιτελείο στο Κρεμλίνο, στο Πολιτικό Γραφείο. Στα επιπόλαια μυαλά, φαινόταν ότι ήταν ένα απλό ζήτημα προσωπικού ανταγωνισμού, μια πάλη για τη «διαδοχή» του Λένιν. Αλλά στις συνθήκες μιας σιδερένιας δικτατορίας, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί δεν μπορούν στην αρχή να φανούν παρά μόνο μέσα από τα σώματα του κυρίαρχου κόμματος. Πολλοί θερμιδοριανοί αναδύθηκαν στην εποχή τους από τον κύκλο των γιακομπίνων. Ο ίδιος ο Βοναπάρτης ανήκε σ’ αυτόν τον κύκλο στα νεανικά του χρόνια, και, κατά συνέπεια, ήταν από τους πρώην Γιακομπίνους που ο Πρωθύπατος και Αυτοκράτορας της Γαλλίας διάλεξε τους πιο πιστούς υπηρέτες του. Οι καιροί αλλάζουν και μαζί μ’ αυτούς οι Γιακομπίνοι, κι εδώ περιλαμβάνονται και οι Γιακομπίνοι του εικοστού αιώνα.
Από το Πολιτικό Γραφείο της εποχής του Λένιν, παραμένει τώρα μονάχα ο Στάλιν. Δυο από τα μέλη του, ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ, συνεργάτες του Λένιν για πολλά χρόνια στην εμιγκράτσια, εκτίουν μια ποινή δεκάχρονης φυλάκισης για ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν. Τρία άλλα μέλη, ο Ρίκοφ, ο Μπουχάριν και ο Τόμσκι[2], έχουν εκδιωχθεί εντελώς από την ηγεσία, αλλά σαν ανταμοιβή για την υποταγή τους τοποθετήθηκαν σε δεύτερης σειράς πόστα. Και, τέλος, ο συγγραφέας αυτών των γραμμών που βρίσκεται στην εξορία. Η χήρα του Λένιν, η Κρούπσκαγια, είναι επίσης σε δυσμένεια, αφού, παρά τις προσπάθειες της, αποδείχτηκε ανίκανη να προσαρμοστεί ολοκληρωτικά στο θερμιδόρ.
Τα μέλη του σημερινού Πολιτικού Γραφείου, σ’ ολόκληρη την ιστορία του Μπολσεβίκικου Κόμματος, κατείχαν δεύτερης σειράς θέσεις. Αν τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, κάποιος είχε προβλέψει τη μελλοντική άνοδό τους, αυτοί θα ήταν οι πρώτοι που θα εκπλήσσονταν, και στην έκπληξή τους δεν θα υπήρχε καμιά ψεύτικη μετριοφροσύνη. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο κανόνας ότι το Πολιτικό Γραφείο έχει πάντα δίκιο, και, όπως και νά ’χει, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να έχει δίκιο ενάντια στο Πολιτικό Γραφείο, είναι πολύ πιο αυστηρός τώρα. Αλλά, επιπλέον, το Πολιτικό Γραφείο δεν μπορεί νά ’χει δίκιο ενάντια στον Στάλιν, που είναι ανίκανος να κάνει λάθη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει δίκιο ενάντια στον εαυτό του.
Οι απαιτήσεις για κομματική δημοκρατία ήταν, όλο αυτό τον καιρό, τα συνθήματα όλων των αντιπολιτευόμενων ομάδων, και ήταν τόσο επίμονες όσο ήταν χωρίς ελπίδα. Η πλατφόρμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης, που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτούσε το 1927 να περάσει στον Ποινικό Κώδικα ένας ειδικός νόμος που «θα τιμωρεί σαν σοβαρό έγκλημα ενάντια στο κράτος κάθε άμεση ή έμμεση καταδίωξη ενός εργάτη επειδή κάνει κριτική». Αντί γι’ αυτό, περάσανε στον Ποινικό Κώδικα ένα άρθρο ενάντια στην ίδια την Αριστερή Αντιπολίτευση.
Από την κομματική δημοκρατία παραμείνανε μόνο αναμνήσεις στη θύμηση της παλιάς γενιάς. Και μαζί μ’ αυτήν είχαν εξαφανιστεί η δημοκρατία στα Σοβιέτ, τα συνδικάτα, τις κοπερατίβες, τις πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις. Πάνω από κάθε μια απ’ αυτές βασιλεύει μια απεριόριστη ιεραρχία κομματικών γραμματέων. Το καθεστώς έχει γίνει «ολοκληρωτικό» στο χαρακτήρα, αρκετά χρόνια πριν έρθει αυτή η λέξη από τη Γερμανία. «Με αχρείες μέθοδες, που μετατρέπουν τους σκεπτόμενους κομμουνιστές σε μηχανές, που καταστρέφουν tη θέληση, το χαρακτήρα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια», έγραφε ο Ρακόβσκι το 1928, «οι κυρίαρχοι κύκλου έχουν καταφέρει να μετατραπούν σε μια αμετακίνητη και απαραβίαστη ολιγαρχία, που αντικαθιστά την τάξη και το Κόμμα». Από τότε που με τόση αγανάκτηση γράφτηκαν αυτές οι γραμμές, ο εκφυλισμός του καθεστώτος έχει αμέτρητα προχωρήσει. Η Γκε Πε Ου έχει γίνει ο αποφασιστικός παράγοντας στην εσωτερική ζωή του Κόμματος. Αν ο Μόλοτοφ μπορούσε, το Μάρτη του 1936, να λέει με στόμφο σε έναν γάλλο δημοσιογράφο ότι στο κυρίαρχο κόμμα δεν υπάρχει πια καμιά φραξιονιστική πάλη, είναι γιατί απλά οι διαφωνίες τακτοποιούνται τώρα με την αυτόματη επέμβαση της πολιτικής αστυνομίας. Το παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα είναι νεκρό, και καμιά δύναμη δεν μπορεί να το αναστήσει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Metamarxism (μέρος 2ο), η Σύνοψη: Οι Αναλλοίωτες και μια μεγάλη προσθήκη

Ο Gregor Markowitz ζει!!!

Metamarxism (μέρος 1ο): ένα ακόμα Λευκό σε Λευκό